From Ancient Greek ἀπόρρητος (apórrhētos, “forbidden”).
απόρρητος • (apórritos) m (feminine απόρρητη, neuter απόρρητο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απόρρητος • | απόρρητη • | απόρρητο • | απόρρητοι • | απόρρητες • | απόρρητα • |
genitive | απόρρητου • | απόρρητης • | απόρρητου • | απόρρητων • | απόρρητων • | απόρρητων • |
accusative | απόρρητο • | απόρρητη • | απόρρητο • | απόρρητους • | απόρρητες • | απόρρητα • |
vocative | απόρρητε • | απόρρητη • | απόρρητο • | απόρρητοι • | απόρρητες • | απόρρητα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο απόρρητος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο απόρρητος, etc.) |