Perfect passive participle of αράζω (arázo, “to moor”)
αραγμένος • (aragménos) m (feminine αραγμένη, neuter αραγμένο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αραγμένος • | αραγμένη • | αραγμένο • | αραγμένοι • | αραγμένες • | αραγμένα • |
genitive | αραγμένου • | αραγμένης • | αραγμένου • | αραγμένων • | αραγμένων • | αραγμένων • |
accusative | αραγμένο • | αραγμένη • | αραγμένο • | αραγμένους • | αραγμένες • | αραγμένα • |
vocative | αραγμένε • | αραγμένη • | αραγμένο • | αραγμένοι • | αραγμένες • | αραγμένα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αραγμένος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αραγμένος, etc.) |