αριστοκρατικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word αριστοκρατικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word αριστοκρατικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say αριστοκρατικός in singular and plural. Everything you need to know about the word αριστοκρατικός you have here. The definition of the word αριστοκρατικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofαριστοκρατικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Etymology

From Ancient Greek ἀριστοκρατικός (aristokratikós).

Adjective

αριστοκρατικός (aristokratikósm (feminine αριστοκρατική, neuter αριστοκρατικό)

  1. aristocratic, noble
    Synonym: ευγενής (evgenís)

Declension

Declension of αριστοκρατικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αριστοκρατικός (aristokratikós) αριστοκρατική (aristokratikí) αριστοκρατικό (aristokratikó) αριστοκρατικοί (aristokratikoí) αριστοκρατικές (aristokratikés) αριστοκρατικά (aristokratiká)
genitive αριστοκρατικού (aristokratikoú) αριστοκρατικής (aristokratikís) αριστοκρατικού (aristokratikoú) αριστοκρατικών (aristokratikón) αριστοκρατικών (aristokratikón) αριστοκρατικών (aristokratikón)
accusative αριστοκρατικό (aristokratikó) αριστοκρατική (aristokratikí) αριστοκρατικό (aristokratikó) αριστοκρατικούς (aristokratikoús) αριστοκρατικές (aristokratikés) αριστοκρατικά (aristokratiká)
vocative αριστοκρατικέ (aristokratiké) αριστοκρατική (aristokratikí) αριστοκρατικό (aristokratikó) αριστοκρατικοί (aristokratikoí) αριστοκρατικές (aristokratikés) αριστοκρατικά (aristokratiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αριστοκρατικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αριστοκρατικός, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αριστοκρατικότερος (aristokratikóteros) αριστοκρατικότερη (aristokratikóteri) αριστοκρατικότερο (aristokratikótero) αριστοκρατικότεροι (aristokratikóteroi) αριστοκρατικότερες (aristokratikóteres) αριστοκρατικότερα (aristokratikótera)
genitive αριστοκρατικότερου (aristokratikóterou) αριστοκρατικότερης (aristokratikóteris) αριστοκρατικότερου (aristokratikóterou) αριστοκρατικότερων (aristokratikóteron) αριστοκρατικότερων (aristokratikóteron) αριστοκρατικότερων (aristokratikóteron)
accusative αριστοκρατικότερο (aristokratikótero) αριστοκρατικότερη (aristokratikóteri) αριστοκρατικότερο (aristokratikótero) αριστοκρατικότερους (aristokratikóterous) αριστοκρατικότερες (aristokratikóteres) αριστοκρατικότερα (aristokratikótera)
vocative αριστοκρατικότερε (aristokratikótere) αριστοκρατικότερη (aristokratikóteri) αριστοκρατικότερο (aristokratikótero) αριστοκρατικότεροι (aristokratikóteroi) αριστοκρατικότερες (aristokratikóteres) αριστοκρατικότερα (aristokratikótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο αριστοκρατικότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αριστοκρατικότατος (aristokratikótatos) αριστοκρατικότατη (aristokratikótati) αριστοκρατικότατο (aristokratikótato) αριστοκρατικότατοι (aristokratikótatoi) αριστοκρατικότατες (aristokratikótates) αριστοκρατικότατα (aristokratikótata)
genitive αριστοκρατικότατου (aristokratikótatou) αριστοκρατικότατης (aristokratikótatis) αριστοκρατικότατου (aristokratikótatou) αριστοκρατικότατων (aristokratikótaton) αριστοκρατικότατων (aristokratikótaton) αριστοκρατικότατων (aristokratikótaton)
accusative αριστοκρατικότατο (aristokratikótato) αριστοκρατικότατη (aristokratikótati) αριστοκρατικότατο (aristokratikótato) αριστοκρατικότατους (aristokratikótatous) αριστοκρατικότατες (aristokratikótates) αριστοκρατικότατα (aristokratikótata)
vocative αριστοκρατικότατε (aristokratikótate) αριστοκρατικότατη (aristokratikótati) αριστοκρατικότατο (aristokratikótato) αριστοκρατικότατοι (aristokratikótatoi) αριστοκρατικότατες (aristokratikótates) αριστοκρατικότατα (aristokratikótata)