From Ancient Greek ἀριστοκρατικός (aristokratikós).
αριστοκρατικός • (aristokratikós) m (feminine αριστοκρατική, neuter αριστοκρατικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αριστοκρατικός (aristokratikós) | αριστοκρατική (aristokratikí) | αριστοκρατικό (aristokratikó) | αριστοκρατικοί (aristokratikoí) | αριστοκρατικές (aristokratikés) | αριστοκρατικά (aristokratiká) | |
genitive | αριστοκρατικού (aristokratikoú) | αριστοκρατικής (aristokratikís) | αριστοκρατικού (aristokratikoú) | αριστοκρατικών (aristokratikón) | αριστοκρατικών (aristokratikón) | αριστοκρατικών (aristokratikón) | |
accusative | αριστοκρατικό (aristokratikó) | αριστοκρατική (aristokratikí) | αριστοκρατικό (aristokratikó) | αριστοκρατικούς (aristokratikoús) | αριστοκρατικές (aristokratikés) | αριστοκρατικά (aristokratiká) | |
vocative | αριστοκρατικέ (aristokratiké) | αριστοκρατική (aristokratikí) | αριστοκρατικό (aristokratikó) | αριστοκρατικοί (aristokratikoí) | αριστοκρατικές (aristokratikés) | αριστοκρατικά (aristokratiká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αριστοκρατικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αριστοκρατικός, etc.)
Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο αριστοκρατικότερος", etc)
|