αριστοτεχνικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word αριστοτεχνικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word αριστοτεχνικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say αριστοτεχνικός in singular and plural. Everything you need to know about the word αριστοτεχνικός you have here. The definition of the word αριστοτεχνικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofαριστοτεχνικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

αριστοτεχνικός (aristotechnikósm (feminine αριστοτεχνική, neuter αριστοτεχνικό)

  1. masterly, consummate
    Synonym: αριστουργηματικός (aristourgimatikós)

Declension

Declension of αριστοτεχνικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αριστοτεχνικός (aristotechnikós) αριστοτεχνική (aristotechnikí) αριστοτεχνικό (aristotechnikó) αριστοτεχνικοί (aristotechnikoí) αριστοτεχνικές (aristotechnikés) αριστοτεχνικά (aristotechniká)
genitive αριστοτεχνικού (aristotechnikoú) αριστοτεχνικής (aristotechnikís) αριστοτεχνικού (aristotechnikoú) αριστοτεχνικών (aristotechnikón) αριστοτεχνικών (aristotechnikón) αριστοτεχνικών (aristotechnikón)
accusative αριστοτεχνικό (aristotechnikó) αριστοτεχνική (aristotechnikí) αριστοτεχνικό (aristotechnikó) αριστοτεχνικούς (aristotechnikoús) αριστοτεχνικές (aristotechnikés) αριστοτεχνικά (aristotechniká)
vocative αριστοτεχνικέ (aristotechniké) αριστοτεχνική (aristotechnikí) αριστοτεχνικό (aristotechnikó) αριστοτεχνικοί (aristotechnikoí) αριστοτεχνικές (aristotechnikés) αριστοτεχνικά (aristotechniká)
  • see: άριστος (áristos, first-rate, excellent, adjective)

Further reading