αριστοτεχνικός • (aristotechnikós) m (feminine αριστοτεχνική, neuter αριστοτεχνικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αριστοτεχνικός (aristotechnikós) | αριστοτεχνική (aristotechnikí) | αριστοτεχνικό (aristotechnikó) | αριστοτεχνικοί (aristotechnikoí) | αριστοτεχνικές (aristotechnikés) | αριστοτεχνικά (aristotechniká) | |
genitive | αριστοτεχνικού (aristotechnikoú) | αριστοτεχνικής (aristotechnikís) | αριστοτεχνικού (aristotechnikoú) | αριστοτεχνικών (aristotechnikón) | αριστοτεχνικών (aristotechnikón) | αριστοτεχνικών (aristotechnikón) | |
accusative | αριστοτεχνικό (aristotechnikó) | αριστοτεχνική (aristotechnikí) | αριστοτεχνικό (aristotechnikó) | αριστοτεχνικούς (aristotechnikoús) | αριστοτεχνικές (aristotechnikés) | αριστοτεχνικά (aristotechniká) | |
vocative | αριστοτεχνικέ (aristotechniké) | αριστοτεχνική (aristotechnikí) | αριστοτεχνικό (aristotechnikó) | αριστοτεχνικοί (aristotechnikoí) | αριστοτεχνικές (aristotechnikés) | αριστοτεχνικά (aristotechniká) |