Learnedly from α- (a-) + συνεπής (synepís), a calque of French inconséquent.[1]
ασυνεπής • (asynepís) m (feminine ασυνεπής, neuter ασυνεπές)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ασυνεπής • | ασυνεπής • | ασυνεπές • | ασυνεπείς • | ασυνεπείς • | ασυνεπή • |
genitive | ασυνεπούς • / ασυνεπή • | ασυνεπούς • | ασυνεπούς • | ασυνεπών • | ασυνεπών • | ασυνεπών • |
accusative | ασυνεπή • | ασυνεπή • | ασυνεπές • | ασυνεπείς • | ασυνεπείς • | ασυνεπή • |
vocative | ασυνεπή • / ασυνεπής • | ασυνεπής • | ασυνεπές • | ασυνεπείς • | ασυνεπείς • | ασυνεπή • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ασυνεπής, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ασυνεπής, etc.) |