συνεπής

Hello, you have come here looking for the meaning of the word συνεπής. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word συνεπής, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say συνεπής in singular and plural. Everything you need to know about the word συνεπής you have here. The definition of the word συνεπής will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofσυνεπής, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Etymology

First attested around 1871. From συνέπεια (synépeia) +‎ -ής (-ís), calque of French conséquent.[1]

Adjective

συνεπής (synepísm (feminine συνεπής, neuter συνεπές)

  1. consistent

Declension

Declension of συνεπής
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative συνεπής (synepís) συνεπής (synepís) συνεπές (synepés) συνεπείς (synepeís) συνεπείς (synepeís) συνεπή (synepí)
genitive συνεπούς (synepoús)
συνεπή (synepí)
συνεπούς (synepoús) συνεπούς (synepoús) συνεπών (synepón) συνεπών (synepón) συνεπών (synepón)
accusative συνεπή (synepí) συνεπή (synepí) συνεπές (synepés) συνεπείς (synepeís) συνεπείς (synepeís) συνεπή (synepí)
vocative συνεπή (synepí)
συνεπής (synepís)
συνεπής (synepís) συνεπές (synepés) συνεπείς (synepeís) συνεπείς (synepeís) συνεπή (synepí)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο συνεπής, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο συνεπής, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative συνεπέστερος (synepésteros) συνεπέστερη (synepésteri) συνεπέστερο (synepéstero) συνεπέστεροι (synepésteroi) συνεπέστερες (synepésteres) συνεπέστερα (synepéstera)
genitive συνεπέστερου (synepésterou) συνεπέστερης (synepésteris) συνεπέστερου (synepésterou) συνεπέστερων (synepésteron) συνεπέστερων (synepésteron) συνεπέστερων (synepésteron)
accusative συνεπέστερο (synepéstero) συνεπέστερη (synepésteri) συνεπέστερο (synepéstero) συνεπέστερους (synepésterous) συνεπέστερες (synepésteres) συνεπέστερα (synepéstera)
vocative συνεπέστερε (synepéstere) συνεπέστερη (synepésteri) συνεπέστερο (synepéstero) συνεπέστεροι (synepésteroi) συνεπέστερες (synepésteres) συνεπέστερα (synepéstera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο συνεπέστερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative συνεπέστατος (synepéstatos) συνεπέστατη (synepéstati) συνεπέστατο (synepéstato) συνεπέστατοι (synepéstatoi) συνεπέστατες (synepéstates) συνεπέστατα (synepéstata)
genitive συνεπέστατου (synepéstatou) συνεπέστατης (synepéstatis) συνεπέστατου (synepéstatou) συνεπέστατων (synepéstaton) συνεπέστατων (synepéstaton) συνεπέστατων (synepéstaton)
accusative συνεπέστατο (synepéstato) συνεπέστατη (synepéstati) συνεπέστατο (synepéstato) συνεπέστατους (synepéstatous) συνεπέστατες (synepéstates) συνεπέστατα (synepéstata)
vocative συνεπέστατε (synepéstate) συνεπέστατη (synepéstati) συνεπέστατο (synepéstato) συνεπέστατοι (synepéstatoi) συνεπέστατες (synepéstates) συνεπέστατα (synepéstata)

References

  1. ^ συνεπής - Babiniotis, Georgios (2002) Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας:  [Dictionary of Modern Greek (language)] (in Greek), 2nd edition, Athens: Kentro Lexikologias , 1st edition 1998, →ISBN.