ατόνιστος • (atónistos) m (feminine ατόνιστη, neuter ατόνιστο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ατόνιστος • | ατόνιστη • | ατόνιστο • | ατόνιστοι • | ατόνιστες • | ατόνιστα • |
genitive | ατόνιστου • | ατόνιστης • | ατόνιστου • | ατόνιστων • | ατόνιστων • | ατόνιστων • |
accusative | ατόνιστο • | ατόνιστη • | ατόνιστο • | ατόνιστους • | ατόνιστες • | ατόνιστα • |
vocative | ατόνιστε • | ατόνιστη • | ατόνιστο • | ατόνιστοι • | ατόνιστες • | ατόνιστα • |