From Byzantine Greek ἄτονος (átonos) from Ancient Greek τόνος (tónos) with the privative prefix ἀ- (a-). Equivalent to α- (a-) + τόνος (tónos).
άτονος • (átonos) m (feminine άτονη, neuter άτονο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | άτονος (átonos) | άτονη (átoni) | άτονο (átono) | άτονοι (átonoi) | άτονες (átones) | άτονα (átona) | |
genitive | άτονου (átonou) | άτονης (átonis) | άτονου (átonou) | άτονων (átonon) | άτονων (átonon) | άτονων (átonon) | |
accusative | άτονο (átono) | άτονη (átoni) | άτονο (átono) | άτονους (átonous) | άτονες (átones) | άτονα (átona) | |
vocative | άτονε (átone) | άτονη (átoni) | άτονο (átono) | άτονοι (átonoi) | άτονες (átones) | άτονα (átona) |