Learnedly from α- (a-) + φιλοκερδής (filokerdís).[1]
αφιλοκερδής • (afilokerdís) m (feminine αφιλοκερδής, neuter αφιλοκερδές)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αφιλοκερδής (afilokerdís) | αφιλοκερδής (afilokerdís) | αφιλοκερδές (afilokerdés) | αφιλοκερδείς (afilokerdeís) | αφιλοκερδείς (afilokerdeís) | αφιλοκερδή (afilokerdí) | |
genitive | αφιλοκερδούς (afilokerdoús) αφιλοκερδή (afilokerdí) |
αφιλοκερδούς (afilokerdoús) | αφιλοκερδούς (afilokerdoús) | αφιλοκερδών (afilokerdón) | αφιλοκερδών (afilokerdón) | αφιλοκερδών (afilokerdón) | |
accusative | αφιλοκερδή (afilokerdí) | αφιλοκερδή (afilokerdí) | αφιλοκερδές (afilokerdés) | αφιλοκερδείς (afilokerdeís) | αφιλοκερδείς (afilokerdeís) | αφιλοκερδή (afilokerdí) | |
vocative | αφιλοκερδή (afilokerdí) αφιλοκερδής (afilokerdís) |
αφιλοκερδής (afilokerdís) | αφιλοκερδές (afilokerdés) | αφιλοκερδείς (afilokerdeís) | αφιλοκερδείς (afilokerdeís) | αφιλοκερδή (afilokerdí) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αφιλοκερδής, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αφιλοκερδής, etc.)