Inherited from Ancient Greek βασίλειον (basíleion, “palace, capital”).
βασίλειο • (vasíleio) n (plural βασίλεια)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | βασίλειο (vasíleio) | βασίλεια (vasíleia) |
genitive | βασιλείου (vasileíou) βασίλειου (vasíleiou) |
βασιλείων (vasileíon) βασίλειων (vasíleion) |
accusative | βασίλειο (vasíleio) | βασίλεια (vasíleia) |
vocative | βασίλειο (vasíleio) | βασίλεια (vasíleia) |
* επικράτεια • f (“domain”) | * ομοταξία • f (“class”) | * γένος • n (“genus”) |
* βασίλειο • n (“kindom”) | * τάξη • f (“order”) | * είδος • n (“species”) |
* συνομοταξία • f (“phylum”) | * οικογένεια • f (“family”) | * υποείδος • n (“subspecies”) |