Perfect participle of βαστιέμαι (vastiémai), passive voice of βαστάω, βαστώ (“hold”).
βαστηγμένος • (vastigménos) m (feminine βαστηγμένη, neuter βαστηγμένο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | βαστηγμένος (vastigménos) | βαστηγμένη (vastigméni) | βαστηγμένο (vastigméno) | βαστηγμένοι (vastigménoi) | βαστηγμένες (vastigménes) | βαστηγμένα (vastigména) | |
genitive | βαστηγμένου (vastigménou) | βαστηγμένης (vastigménis) | βαστηγμένου (vastigménou) | βαστηγμένων (vastigménon) | βαστηγμένων (vastigménon) | βαστηγμένων (vastigménon) | |
accusative | βαστηγμένο (vastigméno) | βαστηγμένη (vastigméni) | βαστηγμένο (vastigméno) | βαστηγμένους (vastigménous) | βαστηγμένες (vastigménes) | βαστηγμένα (vastigména) | |
vocative | βαστηγμένε (vastigméne) | βαστηγμένη (vastigméni) | βαστηγμένο (vastigméno) | βαστηγμένοι (vastigménoi) | βαστηγμένες (vastigménes) | βαστηγμένα (vastigména) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο βαστηγμένος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο βαστηγμένος, etc.)