From βαστώ (vastó) + -άω (-áo), inherited from Byzantine Greek βαστῶ (bastô), from Ancient Greek βαστάζω (bastázō).[1]
βαστάω • (vastáo) / βαστώ (past βάσταξα/βάστηξα, passive βαστιέμαι, p‑past βαστάχτηκα/βαστήχτηκα, ppp βασταγμένος / βαστηγμένος)
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | βαστάω, βαστώ | βαστάξω, βαστήξω | βαστιέμαι | βασταχτώ, βαστηχτώ |
2 sg | βαστάς | βαστάξεις, βαστήξεις | βαστιέσαι | βασταχτείς, βαστηχτείς |
3 sg | βαστάει, βαστά | βαστάξει, βαστήξει | βαστιέται | βασταχτεί, βαστηχτεί |
1 pl | βαστάμε, βαστούμε | βαστάξουμε, [‑ομε] , βαστήξουμε, [‑ομε] | βαστιόμαστε | βασταχτούμε, βαστηχτούμε |
2 pl | βαστάτε | βαστάξετε, βαστήξετε | βαστιέστε, (‑ιόσαστε) | βασταχτείτε, βαστηχτείτε |
3 pl | βαστάνε, βαστάν, βαστούν(ε) | βαστάξουν(ε), βαστήξουν(ε) | βαστιούνται, (‑ιόνται) | βασταχτούν(ε), βαστηχτούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | βαστούσα, βάσταγα | βάσταξα, βάστηξα | βαστιόμουν(α) | βαστάχτηκα, βαστήχτηκα |
2 sg | βαστούσες, βάσταγες | βάσταξες, βάστηξες | βαστιόσουν(α) | βαστάχτηκες, βαστήχτηκες |
3 sg | βαστούσε, βάσταγε | βάσταξε, βάστηξε | βαστιόταν(ε) | βαστάχτηκε, βαστήχτηκε |
1 pl | βαστούσαμε, βαστάγαμε | βαστάξαμε, βαστήξαμε | βαστιόμασταν, (‑ιόμαστε) | βασταχτήκαμε, βαστηχτήκαμε |
2 pl | βαστούσατε, βαστάγατε | βαστάξατε, βαστήξατε | βαστιόσασταν, (‑ιόσαστε) | βασταχτήκατε, βαστηχτήκατε |
3 pl | βαστούσαν(ε), βάσταγαν, (βαστάγανε) | βάσταξαν, βαστάξαν(ε), βάστηξαν, βαστήξαν(ε) | βαστιόνταν(ε), βαστιόντουσαν, βαστιούνταν | βαστάχτηκαν, βασταχτήκαν(ε), βαστήχτηκαν, βαστηχτήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα βαστάω, θα βαστώ ➤ | θα βαστάξω/βαστήξω ➤ | θα βαστιέμαι ➤ | θα βασταχτώ/βαστηχτώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα βαστάς, … | θα βαστάξεις/βαστήξεις, … | θα βαστιέσαι, … | θα βασταχτείς/βαστηχτείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … βαστάξει/βαστήξει έχω, έχεις, … βασταγμένο/βαστηγμένο, -η, -ο ➤ |
έχω, έχεις, … βασταχτεί/βαστηχτεί είμαι, είσαι, … βασταγμένος/βαστηγμένος, -η, -ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … βαστάξει/βαστήξει είχα, είχες, … βασταγμένο/βαστηγμένο, -η, -ο |
είχα, είχες, … βασταχτεί/βαστηχτεί ήμουν, ήσουν, … βασταγμένος/βαστηγμένος, -η, -ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … βαστάξει/βαστήξει θα έχω, θα έχεις, … βασταγμένο/βαστηγμένο, -η, -ο |
θα έχω, θα έχεις, … βασταχτεί/βαστηχτεί θα είμαι, θα είσαι, … βασταγμένος/βαστηγμένος, -η, -ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | βάστα, βάσταγε | βάσταξε, βάστηξε, βάστα | — | βαστάξου, βαστήξου |
2 pl | βαστάτε | βαστάξτε, βαστήξτε | βαστιέστε | βασταχτείτε, βαστηχτείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | βαστώντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας βαστάξει ➤ | βασταγμένος/βαστηγμένος, -η, -ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | βαστάξει, βαστήξει | βασταχτεί, βαστηχτεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||