Hello, you have come here looking for the meaning of the word
βελτιστοποιώ. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word
βελτιστοποιώ, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say
βελτιστοποιώ in singular and plural. Everything you need to know about the word
βελτιστοποιώ you have here. The definition of the word
βελτιστοποιώ will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition of
βελτιστοποιώ, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.
Greek
Etymology
Learnedly from βέλτιστ(ος) (véltist(os)) + -ο- (-o-) + -ποιώ (-poió).[1]
Pronunciation
- IPA(key): /vel.ti.sto.piˈo/
- Hyphenation: βελ‧τι‧στο‧ποι‧ώ
Verb
βελτιστοποιώ • (veltistopoió) (past βελτιστοποίησα, passive βελτιστοποιούμαι, p‑past βελτιστοποιήθηκα)
- (transitive) to optimize
Conjugation
βελτιστοποιώ, βελτιστοποιούμαι
|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
βελτιστοποιώ
|
βελτιστοποιήσω
|
βελτιστοποιούμαι
|
βελτιστοποιηθώ
|
2 sg
|
βελτιστοποιείς
|
βελτιστοποιήσεις
|
βελτιστοποιείσαι
|
βελτιστοποιηθείς
|
3 sg
|
βελτιστοποιεί
|
βελτιστοποιήσει
|
βελτιστοποιείται
|
βελτιστοποιηθεί
|
|
1 pl
|
βελτιστοποιούμε
|
βελτιστοποιήσουμε, [-ομε]
|
βελτιστοποιούμαστε, βελτιστοποιόμαστε
|
βελτιστοποιηθούμε
|
2 pl
|
βελτιστοποιείτε
|
βελτιστοποιήσετε
|
βελτιστοποιείστε, (βελτιστοποιόσαστε)
|
βελτιστοποιηθείτε
|
3 pl
|
βελτιστοποιούν(ε)
|
βελτιστοποιήσουν(ε)
|
βελτιστοποιούνται
|
βελτιστοποιηθούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
βελτιστοποιούσα
|
βελτιστοποίησα
|
βελτιστοποιούμουν(α), βελτιστοποιόμουν(α)
|
βελτιστοποιήθηκα
|
2 sg
|
βελτιστοποιούσες
|
βελτιστοποίησες
|
[βελτιστοποιούσουν(α)], βελτιστοποιόσουν(α)
|
βελτιστοποιήθηκες
|
3 sg
|
βελτιστοποιούσε
|
βελτιστοποίησε
|
βελτιστοποιούνταν, βελτιστοποιόταν(ε), {βελτιστοποιείτο}
|
βελτιστοποιήθηκε
|
|
1 pl
|
βελτιστοποιούσαμε
|
βελτιστοποιήσαμε
|
βελτιστοποιούμασταν, (‑ούμαστε), βελτιστοποιόμασταν, (‑όμαστε)
|
βελτιστοποιηθήκαμε
|
2 pl
|
βελτιστοποιούσατε
|
βελτιστοποιήσατε
|
[βελτιστοποιούσασταν, (‑ούσαστε)], βελτιστοποιόσασταν, (‑όσαστε)
|
βελτιστοποιηθήκατε
|
3 pl
|
βελτιστοποιούσαν(ε)
|
βελτιστοποίησαν, βελτιστοποιήσαν(ε)
|
βελτιστοποιούνταν, βελτιστοποιόνταν(ε), (βελτιστοποιόντουσαν), {βελτιστοποιούντο}
|
βελτιστοποιήθηκαν, βελτιστοποιηθήκαν(ε)
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα βελτιστοποιώ ➤
|
θα βελτιστοποιήσω ➤
|
θα βελτιστοποιούμαι ➤
|
θα βελτιστοποιηθώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα βελτιστοποιείς, …
|
θα βελτιστοποιήσεις, …
|
θα βελτιστοποιείσαι, …
|
θα βελτιστοποιηθείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … βελτιστοποιήσει έχω, έχεις, … βελτιστοποιημένο, ‑η, ‑ο ➤
|
έχω, έχεις, … βελτιστοποιηθεί είμαι, είσαι, … βελτιστοποιημένος, ‑η, ‑ο ➤
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … βελτιστοποιήσει είχα, είχες, … βελτιστοποιημένο, ‑η, ‑ο
|
είχα, είχες, … βελτιστοποιηθεί ήμουν, ήσουν, … βελτιστοποιημένος , ‑η, ‑ο
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … βελτιστοποιήσει θα έχω, θα έχεις, … βελτιστοποιημένο, ‑η, ‑ο
|
θα έχω, θα έχεις, … βελτιστοποιηθεί θα είμαι, θα είσαι, … βελτιστοποιημένος , ‑η, ‑ο
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
—
|
βελτιστοποίησε
|
—
|
βελτιστοποιήσου
|
2 pl
|
βελτιστοποιείτε
|
βελτιστοποιήστε
|
βελτιστοποιείστε
|
βελτιστοποιηθείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
βελτιστοποιώντας ➤
|
βελτιστοποιούμενος, ‑η, ‑ο ➤
|
Perfect participle➤
|
έχοντας βελτιστοποιήσει ➤
|
βελτιστοποιημένος, ‑η, ‑ο ➤
|
|
Nonfinite form➤
|
βελτιστοποιήσει
|
βελτιστοποιηθεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
• (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|
Derived terms
References