βοηθητικός • (voïthitikós) m (feminine βοηθητική, neuter βοηθητικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | βοηθητικός • | βοηθητική • | βοηθητικό • | βοηθητικοί • | βοηθητικές • | βοηθητικά • |
genitive | βοηθητικού • | βοηθητικής • | βοηθητικού • | βοηθητικών • | βοηθητικών • | βοηθητικών • |
accusative | βοηθητικό • | βοηθητική • | βοηθητικό • | βοηθητικούς • | βοηθητικές • | βοηθητικά • |
vocative | βοηθητικέ • | βοηθητική • | βοηθητικό • | βοηθητικοί • | βοηθητικές • | βοηθητικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο βοηθητικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο βοηθητικός, etc.) |