βουλευτικός • (vouleftikós) m (feminine βουλευτική, neuter βουλευτικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | βουλευτικός (vouleftikós) | βουλευτική (vouleftikí) | βουλευτικό (vouleftikó) | βουλευτικοί (vouleftikoí) | βουλευτικές (vouleftikés) | βουλευτικά (vouleftiká) | |
genitive | βουλευτικού (vouleftikoú) | βουλευτικής (vouleftikís) | βουλευτικού (vouleftikoú) | βουλευτικών (vouleftikón) | βουλευτικών (vouleftikón) | βουλευτικών (vouleftikón) | |
accusative | βουλευτικό (vouleftikó) | βουλευτική (vouleftikí) | βουλευτικό (vouleftikó) | βουλευτικούς (vouleftikoús) | βουλευτικές (vouleftikés) | βουλευτικά (vouleftiká) | |
vocative | βουλευτικέ (vouleftiké) | βουλευτική (vouleftikí) | βουλευτικό (vouleftikó) | βουλευτικοί (vouleftikoí) | βουλευτικές (vouleftikés) | βουλευτικά (vouleftiká) |