κοινοβουλευτικός • (koinovouleftikós) m (feminine κοινοβουλευτική, neuter κοινοβουλευτικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | κοινοβουλευτικός (koinovouleftikós) | κοινοβουλευτική (koinovouleftikí) | κοινοβουλευτικό (koinovouleftikó) | κοινοβουλευτικοί (koinovouleftikoí) | κοινοβουλευτικές (koinovouleftikés) | κοινοβουλευτικά (koinovouleftiká) | |
genitive | κοινοβουλευτικού (koinovouleftikoú) | κοινοβουλευτικής (koinovouleftikís) | κοινοβουλευτικού (koinovouleftikoú) | κοινοβουλευτικών (koinovouleftikón) | κοινοβουλευτικών (koinovouleftikón) | κοινοβουλευτικών (koinovouleftikón) | |
accusative | κοινοβουλευτικό (koinovouleftikó) | κοινοβουλευτική (koinovouleftikí) | κοινοβουλευτικό (koinovouleftikó) | κοινοβουλευτικούς (koinovouleftikoús) | κοινοβουλευτικές (koinovouleftikés) | κοινοβουλευτικά (koinovouleftiká) | |
vocative | κοινοβουλευτικέ (koinovouleftiké) | κοινοβουλευτική (koinovouleftikí) | κοινοβουλευτικό (koinovouleftikó) | κοινοβουλευτικοί (koinovouleftikoí) | κοινοβουλευτικές (koinovouleftikés) | κοινοβουλευτικά (koinovouleftiká) |