Perfect participle of βουτυρώνομαι (voutyrónomai), passive voice of βουτυρώνω (voutyróno, “I butter”).
βουτυρωμένος • (voutyroménos) m (feminine βουτυρωμένη, neuter βουτυρωμένο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | βουτυρωμένος • | βουτυρωμένη • | βουτυρωμένο • | βουτυρωμένοι • | βουτυρωμένες • | βουτυρωμένα • |
genitive | βουτυρωμένου • | βουτυρωμένης • | βουτυρωμένου • | βουτυρωμένων • | βουτυρωμένων • | βουτυρωμένων • |
accusative | βουτυρωμένο • | βουτυρωμένη • | βουτυρωμένο • | βουτυρωμένους • | βουτυρωμένες • | βουτυρωμένα • |
vocative | βουτυρωμένε • | βουτυρωμένη • | βουτυρωμένο • | βουτυρωμένοι • | βουτυρωμένες • | βουτυρωμένα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο βουτυρωμένος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο βουτυρωμένος, etc.) |