βουτυρώνω • (voutyróno) (past βουτύρωσα, passive βουτυρώνομαι)
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | βουτυρώνω | βουτυρώσω | βουτυρώνομαι | βουτυρωθώ |
2 sg | βουτυρώνεις | βουτυρώσεις | βουτυρώνεσαι | βουτυρωθείς |
3 sg | βουτυρώνει | βουτυρώσει | βουτυρώνεται | βουτυρωθεί |
1 pl | βουτυρώνουμε, [‑ομε] | βουτυρώσουμε, [‑ομε] | βουτυρωνόμαστε | βουτυρωθούμε |
2 pl | βουτυρώνετε | βουτυρώσετε | βουτυρώνεστε, βουτυρωνόσαστε | βουτυρωθείτε |
3 pl | βουτυρώνουν(ε) | βουτυρώσουν(ε) | βουτυρώνονται | βουτυρωθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | βουτύρωνα | βουτύρωσα | βουτυρωνόμουν(α) | βουτυρώθηκα |
2 sg | βουτύρωνες | βουτύρωσες | βουτυρωνόσουν(α) | βουτυρώθηκες |
3 sg | βουτύρωνε | βουτύρωσε | βουτυρωνόταν(ε) | βουτυρώθηκε |
1 pl | βουτυρώναμε | βουτυρώσαμε | βουτυρωνόμασταν, (‑όμαστε) | βουτυρωθήκαμε |
2 pl | βουτυρώνατε | βουτυρώσατε | βουτυρωνόσασταν, (‑όσαστε) | βουτυρωθήκατε |
3 pl | βουτύρωναν, βουτυρώναν(ε) | βουτύρωσαν, βουτυρώσαν(ε) | βουτυρώνονταν, (βουτυρωνόντουσαν) | βουτυρώθηκαν, βουτυρωθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα βουτυρώνω ➤ | θα βουτυρώσω ➤ | θα βουτυρώνομαι ➤ | θα βουτυρωθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα βουτυρώνεις, … | θα βουτυρώσεις, … | θα βουτυρώνεσαι, … | θα βουτυρωθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … βουτυρώσει έχω, έχεις, … βουτυρωμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … βουτυρωθεί είμαι, είσαι, … βουτυρωμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … βουτυρώσει είχα, είχες, … βουτυρωμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … βουτυρωθεί ήμουν, ήσουν, … βουτυρωμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … βουτυρώσει θα έχω, θα έχεις, … βουτυρωμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … βουτυρωθεί θα είμαι, θα είσαι, … βουτυρωμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | βουτύρωνε | βουτύρωσε | — | βουτυρώσου |
2 pl | βουτυρώνετε | βουτυρώστε | βουτυρώνεστε | βουτυρωθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | βουτυρώνοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας βουτυρώσει ➤ | βουτυρωμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | βουτυρώσει | βουτυρωθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||