Learnedly from γενναί(ος) (gennaí(os)) + -ο- (-o-) + δώρ(ο) (dór(o)) + -ος (-os), a loose calque of French généreux.[1]
γενναιόδωρος • (gennaiódoros) m (feminine γενναιόδωρη, neuter γενναιόδωρο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | γενναιόδωρος • | γενναιόδωρη • | γενναιόδωρο • | γενναιόδωροι • | γενναιόδωρες • | γενναιόδωρα • |
genitive | γενναιόδωρου • | γενναιόδωρης • | γενναιόδωρου • | γενναιόδωρων • | γενναιόδωρων • | γενναιόδωρων • |
accusative | γενναιόδωρο • | γενναιόδωρη • | γενναιόδωρο • | γενναιόδωρους • | γενναιόδωρες • | γενναιόδωρα • |
vocative | γενναιόδωρε • | γενναιόδωρη • | γενναιόδωρο • | γενναιόδωροι • | γενναιόδωρες • | γενναιόδωρα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο γενναιόδωρος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο γενναιόδωρος, etc.) |