διάμεσος • (diámesos) m (feminine διάμεση, neuter διάμεσο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | διάμεσος (diámesos) | διάμεση (diámesi) | διάμεσο (diámeso) | διάμεσοι (diámesoi) | διάμεσες (diámeses) | διάμεσα (diámesa) | |
genitive | διάμεσου (diámesou) | διάμεσης (diámesis) | διάμεσου (diámesou) | διάμεσων (diámeson) | διάμεσων (diámeson) | διάμεσων (diámeson) | |
accusative | διάμεσο (diámeso) | διάμεση (diámesi) | διάμεσο (diámeso) | διάμεσους (diámesous) | διάμεσες (diámeses) | διάμεσα (diámesa) | |
vocative | διάμεσε (diámese) | διάμεση (diámesi) | διάμεσο (diámeso) | διάμεσοι (diámesoi) | διάμεσες (diámeses) | διάμεσα (diámesa) |
διάμεσος • (diámesos) f (plural διάμεσοι)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | διάμεσος (diámesos) | διάμεσοι (diámesoi) |
genitive | διαμέσου (diamésou) | διαμέσων (diaméson) |
accusative | διάμεσο (diámeso) | διαμέσους (diamésous) |
vocative | διάμεσε (diámese) διάμεσο (diámeso) |
διάμεσοι (diámesoi) |
διάμεσος • (diámesos) m (plural διάμεσοι)