διάμεσος

Hello, you have come here looking for the meaning of the word διάμεσος. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word διάμεσος, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say διάμεσος in singular and plural. Everything you need to know about the word διάμεσος you have here. The definition of the word διάμεσος will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofδιάμεσος, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Etymology 1

Adjective

διάμεσος (diámesosm (feminine διάμεση, neuter διάμεσο)

  1. intermediate, intervening
Declension
Declension of διάμεσος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative διάμεσος (diámesos) διάμεση (diámesi) διάμεσο (diámeso) διάμεσοι (diámesoi) διάμεσες (diámeses) διάμεσα (diámesa)
genitive διάμεσου (diámesou) διάμεσης (diámesis) διάμεσου (diámesou) διάμεσων (diámeson) διάμεσων (diámeson) διάμεσων (diámeson)
accusative διάμεσο (diámeso) διάμεση (diámesi) διάμεσο (diámeso) διάμεσους (diámesous) διάμεσες (diámeses) διάμεσα (diámesa)
vocative διάμεσε (diámese) διάμεση (diámesi) διάμεσο (diámeso) διάμεσοι (diámesoi) διάμεσες (diámeses) διάμεσα (diámesa)

Noun

διάμεσος (diámesosf (plural διάμεσοι)

  1. (statistics, mathematics) median
  2. (geometry) median (constructed line in a triangle)
Declension
Declension of διάμεσος
singular plural
nominative διάμεσος (diámesos) διάμεσοι (diámesoi)
genitive διαμέσου (diamésou) διαμέσων (diaméson)
accusative διάμεσο (diámeso) διαμέσους (diamésous)
vocative διάμεσε (diámese)
διάμεσο (diámeso)
διάμεσοι (diámesoi)

Etymology 2

Noun

διάμεσος (diámesosm (plural διάμεσοι)

  1. intermediary, go-between
    Synonym: ενδιάμεσος (endiámesos)
Declension
Declension of διάμεσος
singular plural
nominative διάμεσος (diámesos) διάμεσοι (diámesoi)
genitive διαμέσου (diamésou) διαμέσων (diaméson)
accusative διάμεσο (diámeso) διαμέσους (diamésous)
vocative διάμεσε (diámese) διάμεσοι (diámesoi)