ενδιάμεσος • (endiámesos) m (feminine ενδιάμεση, neuter ενδιάμεσο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ενδιάμεσος (endiámesos) | ενδιάμεση (endiámesi) | ενδιάμεσο (endiámeso) | ενδιάμεσοι (endiámesoi) | ενδιάμεσες (endiámeses) | ενδιάμεσα (endiámesa) | |
genitive | ενδιάμεσου (endiámesou) | ενδιάμεσης (endiámesis) | ενδιάμεσου (endiámesou) | ενδιάμεσων (endiámeson) | ενδιάμεσων (endiámeson) | ενδιάμεσων (endiámeson) | |
accusative | ενδιάμεσο (endiámeso) | ενδιάμεση (endiámesi) | ενδιάμεσο (endiámeso) | ενδιάμεσους (endiámesous) | ενδιάμεσες (endiámeses) | ενδιάμεσα (endiámesa) | |
vocative | ενδιάμεσε (endiámese) | ενδιάμεση (endiámesi) | ενδιάμεσο (endiámeso) | ενδιάμεσοι (endiámesoi) | ενδιάμεσες (endiámeses) | ενδιάμεσα (endiámesa) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ενδιάμεσος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ενδιάμεσος, etc.)