ενδιάμεσος

Hello, you have come here looking for the meaning of the word ενδιάμεσος. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word ενδιάμεσος, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say ενδιάμεσος in singular and plural. Everything you need to know about the word ενδιάμεσος you have here. The definition of the word ενδιάμεσος will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofενδιάμεσος, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

ενδιάμεσος (endiámesosm (feminine ενδιάμεση, neuter ενδιάμεσο)

  1. intermediate (occurring between two extremes, or in the middle of a range)
    Synonym: διάμεσος (diámesos)

Declension

Declension of ενδιάμεσος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ενδιάμεσος (endiámesos) ενδιάμεση (endiámesi) ενδιάμεσο (endiámeso) ενδιάμεσοι (endiámesoi) ενδιάμεσες (endiámeses) ενδιάμεσα (endiámesa)
genitive ενδιάμεσου (endiámesou) ενδιάμεσης (endiámesis) ενδιάμεσου (endiámesou) ενδιάμεσων (endiámeson) ενδιάμεσων (endiámeson) ενδιάμεσων (endiámeson)
accusative ενδιάμεσο (endiámeso) ενδιάμεση (endiámesi) ενδιάμεσο (endiámeso) ενδιάμεσους (endiámesous) ενδιάμεσες (endiámeses) ενδιάμεσα (endiámesa)
vocative ενδιάμεσε (endiámese) ενδιάμεση (endiámesi) ενδιάμεσο (endiámeso) ενδιάμεσοι (endiámesoi) ενδιάμεσες (endiámeses) ενδιάμεσα (endiámesa)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ενδιάμεσος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ενδιάμεσος, etc.)