Hello, you have come here looking for the meaning of the word
διαβεβαιώνω. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word
διαβεβαιώνω, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say
διαβεβαιώνω in singular and plural. Everything you need to know about the word
διαβεβαιώνω you have here. The definition of the word
διαβεβαιώνω will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition of
διαβεβαιώνω, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.
Greek
Etymology
From Hellenistic Koine Greek διαβεβαιῶ (diabebaiô), contracted form of διαβεβαιόω (diabebaióō). By surface analysis, δια- (dia-, “through”) + βεβαιώνω (vevaióno, “to make sure”).
Pronunciation
- IPA(key): /ði̯a.ve.veˈo.no/, /ðʝa.ve.veˈo.no/
- Hyphenation: δι‧α‧βε‧βαι‧ώ‧νω
Verb
διαβεβαιώνω • (diavevaióno) (past διαβεβαίωσα, passive διαβεβαιώνομαι)
- to assure (somebody of something)
Σε διαβεβαιώνω ότι είμαι καλύτερα από ποτέ- Se diavevaióno óti eímai kalýtera apó poté
- I assure you that I feel better than ever.
Conjugation
διαβεβαιώνω διαβεβαιώνομαι
|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
διαβεβαιώνω
|
διαβεβαιώσω
|
διαβεβαιώνομαι
|
διαβεβαιωθώ
|
2 sg
|
διαβεβαιώνεις
|
διαβεβαιώσεις
|
διαβεβαιώνεσαι
|
διαβεβαιωθείς
|
3 sg
|
διαβεβαιώνει
|
διαβεβαιώσει
|
διαβεβαιώνεται
|
διαβεβαιωθεί
|
|
1 pl
|
διαβεβαιώνουμε, [‑ομε]
|
διαβεβαιώσουμε, [‑ομε]
|
διαβεβαιωνόμαστε
|
διαβεβαιωθούμε
|
2 pl
|
διαβεβαιώνετε
|
διαβεβαιώσετε
|
διαβεβαιώνεστε, διαβεβαιωνόσαστε
|
διαβεβαιωθείτε
|
3 pl
|
διαβεβαιώνουν(ε)
|
διαβεβαιώσουν(ε)
|
διαβεβαιώνονται
|
διαβεβαιωθούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
διαβεβαίωνα
|
διαβεβαίωσα
|
διαβεβαιωνόμουν(α)
|
διαβεβαιώθηκα
|
2 sg
|
διαβεβαίωνες
|
διαβεβαίωσες
|
διαβεβαιωνόσουν(α)
|
διαβεβαιώθηκες
|
3 sg
|
διαβεβαίωνε
|
διαβεβαίωσε
|
διαβεβαιωνόταν(ε)
|
διαβεβαιώθηκε
|
|
1 pl
|
διαβεβαιώναμε
|
διαβεβαιώσαμε
|
διαβεβαιωνόμασταν, (‑όμαστε)
|
διαβεβαιωθήκαμε
|
2 pl
|
διαβεβαιώνατε
|
διαβεβαιώσατε
|
διαβεβαιωνόσασταν, (‑όσαστε)
|
διαβεβαιωθήκατε
|
3 pl
|
διαβεβαίωναν, διαβεβαιώναν(ε)
|
διαβεβαίωσαν, διαβεβαιώσαν(ε)
|
διαβεβαιώνονταν, (διαβεβαιωνόντουσαν)
|
διαβεβαιώθηκαν, διαβεβαιωθήκαν(ε)
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα διαβεβαιώνω ➤
|
θα διαβεβαιώσω ➤
|
θα διαβεβαιώνομαι ➤
|
θα διαβεβαιωθώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα διαβεβαιώνεις, …
|
θα διαβεβαιώσεις, …
|
θα διαβεβαιώνεσαι, …
|
θα διαβεβαιωθείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … διαβεβαιώσει έχω, έχεις, … διαβεβαιωμένο, ‑η, ‑ο ➤
|
έχω, έχεις, … διαβεβαιωθεί είμαι, είσαι, … διαβεβαιωμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … διαβεβαιώσει είχα, είχες, … διαβεβαιωμένο, ‑η, ‑ο
|
είχα, είχες, … διαβεβαιωθεί ήμουν, ήσουν, … διαβεβαιωμένος, ‑η, ‑ο
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … διαβεβαιώσει θα έχω, θα έχεις, … διαβεβαιωμένο, ‑η, ‑ο
|
θα έχω, θα έχεις, … διαβεβαιωθεί θα είμαι, θα είσαι, … διαβεβαιωμένος, ‑η, ‑ο
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
διαβεβαίωνε
|
διαβεβαίωσε
|
—
|
διαβεβαιώσου
|
2 pl
|
διαβεβαιώνετε
|
διαβεβαιώστε
|
διαβεβαιώνεστε
|
διαβεβαιωθείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
διαβεβαιώνοντας ➤
|
—
|
Perfect participle➤
|
έχοντας διαβεβαιώσει ➤
|
διαβεβαιωμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
|
Nonfinite form➤
|
διαβεβαιώσει
|
διαβεβαιωθεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
• (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|