Perfect participle of διαιρούμαι (diairoúmai), passive voice of διαιρώ (“divide”).
διαιρεμένος • (diaireménos) m (feminine διαιρεμένη, neuter διαιρεμένο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | διαιρεμένος (diaireménos) | διαιρεμένη (diaireméni) | διαιρεμένο (diaireméno) | διαιρεμένοι (diaireménoi) | διαιρεμένες (diaireménes) | διαιρεμένα (diaireména) | |
genitive | διαιρεμένου (diaireménou) | διαιρεμένης (diaireménis) | διαιρεμένου (diaireménou) | διαιρεμένων (diaireménon) | διαιρεμένων (diaireménon) | διαιρεμένων (diaireménon) | |
accusative | διαιρεμένο (diaireméno) | διαιρεμένη (diaireméni) | διαιρεμένο (diaireméno) | διαιρεμένους (diaireménous) | διαιρεμένες (diaireménes) | διαιρεμένα (diaireména) | |
vocative | διαιρεμένε (diaireméne) | διαιρεμένη (diaireméni) | διαιρεμένο (diaireméno) | διαιρεμένοι (diaireménoi) | διαιρεμένες (diaireménes) | διαιρεμένα (diaireména) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο διαιρεμένος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο διαιρεμένος, etc.)