Learned borrowing from Ancient Greek διακινῶ (diakinô), contracted form of διακινέω (diakinéō, “to move, to agitate”).[1] By surface analysis, δια- (dia-) + κινώ (kinó).
διακινώ • (diakinó) (past διακίνησα, passive διακινούμαι, p‑past διακινήθηκα, ppp διακινημένος) (transitive)
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | διακινώ | διακινήσω | διακινούμαι | διακινηθώ |
2 sg | διακινείς | διακινήσεις | διακινείσαι | διακινηθείς |
3 sg | διακινεί | διακινήσει | διακινείται | διακινηθεί |
1 pl | διακινούμε | διακινήσουμε, [-ομε] | διακινούμαστε | διακινηθούμε |
2 pl | διακινείτε | διακινήσετε | διακινείστε | διακινηθείτε |
3 pl | διακινούν(ε) | διακινήσουν(ε) | διακινούνται | διακινηθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | διακινούσα | διακίνησα | [διακινούμουν(α)] | διακινήθηκα |
2 sg | διακινούσες | διακίνησες | [διακινούσουν(α)] | διακινήθηκες |
3 sg | διακινούσε | διακίνησε | διακινούνταν, {διακινείτο} | διακινήθηκε |
1 pl | διακινούσαμε | διακινήσαμε | διακινούμασταν, (‑ούμαστε) | διακινηθήκαμε |
2 pl | διακινούσατε | διακινήσατε | [διακινούσασταν, (‑ούσαστε)] | διακινηθήκατε |
3 pl | διακινούσαν(ε) | διακίνησαν, διακινήσαν(ε) | διακινούνταν, {διακινούντο} | διακινήθηκαν, διακινηθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα διακινώ ➤ | θα διακινήσω ➤ | θα διακινούμαι ➤ | θα διακινηθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα διακινείς, … | θα διακινήσεις, … | θα διακινείσαι, … | θα διακινηθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … διακινήσει έχω, έχεις, … διακινημένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … διακινηθεί είμαι, είσαι, … διακινημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … διακινήσει είχα, είχες, … διακινημένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … διακινηθεί ήμουν, ήσουν, … διακινημένος , ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … διακινήσει θα έχω, θα έχεις, … διακινημένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … διακινηθεί θα είμαι, θα είσαι, … διακινημένος , ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | — | διακίνησε | — | διακινήσου |
2 pl | διακινείτε | διακινήστε | διακινείστε | διακινηθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | διακινώντας ➤ | διακινούμενος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Perfect participle➤ | έχοντας διακινήσει ➤ | διακινημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | διακινήσει | διακινηθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||