Hello, you have come here looking for the meaning of the word
διαστρεβλώνω. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word
διαστρεβλώνω, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say
διαστρεβλώνω in singular and plural. Everything you need to know about the word
διαστρεβλώνω you have here. The definition of the word
διαστρεβλώνω will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition of
διαστρεβλώνω, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.
Greek
Etymology
Learned borrowing from Ancient Greek διαστρεβλῶ (diastreblô) / διαστρεβλόω (diastreblóō, “to twist tight”), with -ώνω (-óno) suffix.[1] By surface analysis, δια- (dia-) + στρεβλώνω (strevlóno).
Pronunciation
- IPA(key): /ði̯a.stɾeˈvlo.no/, /ðʝa.stɾeˈvlo.no/
- Hyphenation: δι‧α‧στρε‧βλώ‧νω
Verb
διαστρεβλώνω • (diastrevlóno) (past διαστρέβλωσα, passive διαστρεβλώνομαι, ppp διαστρεβλωμένος)
- (transitive) to distort, to twist (to give false account of, to misrepresent)
Conjugation
διαστρεβλώνω διαστρεβλώνομαι
|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
διαστρεβλώνω
|
διαστρεβλώσω
|
διαστρεβλώνομαι
|
διαστρεβλωθώ
|
2 sg
|
διαστρεβλώνεις
|
διαστρεβλώσεις
|
διαστρεβλώνεσαι
|
διαστρεβλωθείς
|
3 sg
|
διαστρεβλώνει
|
διαστρεβλώσει
|
διαστρεβλώνεται
|
διαστρεβλωθεί
|
|
1 pl
|
διαστρεβλώνουμε, [‑ομε]
|
διαστρεβλώσουμε, [‑ομε]
|
διαστρεβλωνόμαστε
|
διαστρεβλωθούμε
|
2 pl
|
διαστρεβλώνετε
|
διαστρεβλώσετε
|
διαστρεβλώνεστε, διαστρεβλωνόσαστε
|
διαστρεβλωθείτε
|
3 pl
|
διαστρεβλώνουν(ε)
|
διαστρεβλώσουν(ε)
|
διαστρεβλώνονται
|
διαστρεβλωθούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
διαστρέβλωνα
|
διαστρέβλωσα
|
διαστρεβλωνόμουν(α)
|
διαστρεβλώθηκα
|
2 sg
|
διαστρέβλωνες
|
διαστρέβλωσες
|
διαστρεβλωνόσουν(α)
|
διαστρεβλώθηκες
|
3 sg
|
διαστρέβλωνε
|
διαστρέβλωσε
|
διαστρεβλωνόταν(ε)
|
διαστρεβλώθηκε
|
|
1 pl
|
διαστρεβλώναμε
|
διαστρεβλώσαμε
|
διαστρεβλωνόμασταν, (‑όμαστε)
|
διαστρεβλωθήκαμε
|
2 pl
|
διαστρεβλώνατε
|
διαστρεβλώσατε
|
διαστρεβλωνόσασταν, (‑όσαστε)
|
διαστρεβλωθήκατε
|
3 pl
|
διαστρέβλωναν, διαστρεβλώναν(ε)
|
διαστρέβλωσαν, διαστρεβλώσαν(ε)
|
διαστρεβλώνονταν, (διαστρεβλωνόντουσαν)
|
διαστρεβλώθηκαν, διαστρεβλωθήκαν(ε)
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα διαστρεβλώνω ➤
|
θα διαστρεβλώσω ➤
|
θα διαστρεβλώνομαι ➤
|
θα διαστρεβλωθώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα διαστρεβλώνεις, …
|
θα διαστρεβλώσεις, …
|
θα διαστρεβλώνεσαι, …
|
θα διαστρεβλωθείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … διαστρεβλώσει έχω, έχεις, … διαστρεβλωμένο, ‑η, ‑ο ➤
|
έχω, έχεις, … διαστρεβλωθεί είμαι, είσαι, … διαστρεβλωμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … διαστρεβλώσει είχα, είχες, … διαστρεβλωμένο, ‑η, ‑ο
|
είχα, είχες, … διαστρεβλωθεί ήμουν, ήσουν, … διαστρεβλωμένος, ‑η, ‑ο
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … διαστρεβλώσει θα έχω, θα έχεις, … διαστρεβλωμένο, ‑η, ‑ο
|
θα έχω, θα έχεις, … διαστρεβλωθεί θα είμαι, θα είσαι, … διαστρεβλωμένος, ‑η, ‑ο
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
διαστρέβλωνε
|
διαστρέβλωσε
|
—
|
διαστρεβλώσου
|
2 pl
|
διαστρεβλώνετε
|
διαστρεβλώστε
|
διαστρεβλώνεστε
|
διαστρεβλωθείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
διαστρεβλώνοντας ➤
|
—
|
Perfect participle➤
|
έχοντας διαστρεβλώσει ➤
|
διαστρεβλωμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
|
Nonfinite form➤
|
διαστρεβλώσει
|
διαστρεβλωθεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
• (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|
Derived terms
References