διοικητικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word διοικητικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word διοικητικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say διοικητικός in singular and plural. Everything you need to know about the word διοικητικός you have here. The definition of the word διοικητικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofδιοικητικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

διοικητικός (dioikitikósm (feminine διοικητική, neuter διοικητικό)

  1. administrative, managerial

Declension

Declension of διοικητικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative διοικητικός (dioikitikós) διοικητική (dioikitikí) διοικητικό (dioikitikó) διοικητικοί (dioikitikoí) διοικητικές (dioikitikés) διοικητικά (dioikitiká)
genitive διοικητικού (dioikitikoú) διοικητικής (dioikitikís) διοικητικού (dioikitikoú) διοικητικών (dioikitikón) διοικητικών (dioikitikón) διοικητικών (dioikitikón)
accusative διοικητικό (dioikitikó) διοικητική (dioikitikí) διοικητικό (dioikitikó) διοικητικούς (dioikitikoús) διοικητικές (dioikitikés) διοικητικά (dioikitiká)
vocative διοικητικέ (dioikitiké) διοικητική (dioikitikí) διοικητικό (dioikitikó) διοικητικοί (dioikitikoí) διοικητικές (dioikitikés) διοικητικά (dioikitiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο διοικητικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο διοικητικός, etc.)

Noun

διοικητικός (dioikitikósm or f (plural διοικητικοί, feminine διοικητική)

  1. administrator

Declension

singular plural
nominative διοικητικός (dioikitikós) διοικητικοί (dioikitikoí)
genitive διοικητικού (dioikitikoú) διοικητικών (dioikitikón)
accusative διοικητικό (dioikitikó) διοικητικούς (dioikitikoús)
vocative διοικητικέ (dioikitiké) διοικητικοί (dioikitikoí)