From Ancient Greek διστακτικός (distaktikós), from διστάζω (distázō).
διστακτικός • (distaktikós) m (feminine διστακτική, neuter διστακτικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | διστακτικός (distaktikós) | διστακτική (distaktikí) | διστακτικό (distaktikó) | διστακτικοί (distaktikoí) | διστακτικές (distaktikés) | διστακτικά (distaktiká) | |
genitive | διστακτικού (distaktikoú) | διστακτικής (distaktikís) | διστακτικού (distaktikoú) | διστακτικών (distaktikón) | διστακτικών (distaktikón) | διστακτικών (distaktikón) | |
accusative | διστακτικό (distaktikó) | διστακτική (distaktikí) | διστακτικό (distaktikó) | διστακτικούς (distaktikoús) | διστακτικές (distaktikés) | διστακτικά (distaktiká) | |
vocative | διστακτικέ (distaktiké) | διστακτική (distaktikí) | διστακτικό (distaktikó) | διστακτικοί (distaktikoí) | διστακτικές (distaktikés) | διστακτικά (distaktiká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο διστακτικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο διστακτικός, etc.)
Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο διστακτικότερος", etc)
|