διστακτικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word διστακτικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word διστακτικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say διστακτικός in singular and plural. Everything you need to know about the word διστακτικός you have here. The definition of the word διστακτικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofδιστακτικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Etymology

From Ancient Greek διστακτικός (distaktikós), from διστάζω (distázō).

Adjective

διστακτικός (distaktikósm (feminine διστακτική, neuter διστακτικό)

  1. hesitant, timid

Declension

Declension of διστακτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative διστακτικός (distaktikós) διστακτική (distaktikí) διστακτικό (distaktikó) διστακτικοί (distaktikoí) διστακτικές (distaktikés) διστακτικά (distaktiká)
genitive διστακτικού (distaktikoú) διστακτικής (distaktikís) διστακτικού (distaktikoú) διστακτικών (distaktikón) διστακτικών (distaktikón) διστακτικών (distaktikón)
accusative διστακτικό (distaktikó) διστακτική (distaktikí) διστακτικό (distaktikó) διστακτικούς (distaktikoús) διστακτικές (distaktikés) διστακτικά (distaktiká)
vocative διστακτικέ (distaktiké) διστακτική (distaktikí) διστακτικό (distaktikó) διστακτικοί (distaktikoí) διστακτικές (distaktikés) διστακτικά (distaktiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο διστακτικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο διστακτικός, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative διστακτικότερος (distaktikóteros) διστακτικότερη (distaktikóteri) διστακτικότερο (distaktikótero) διστακτικότεροι (distaktikóteroi) διστακτικότερες (distaktikóteres) διστακτικότερα (distaktikótera)
genitive διστακτικότερου (distaktikóterou) διστακτικότερης (distaktikóteris) διστακτικότερου (distaktikóterou) διστακτικότερων (distaktikóteron) διστακτικότερων (distaktikóteron) διστακτικότερων (distaktikóteron)
accusative διστακτικότερο (distaktikótero) διστακτικότερη (distaktikóteri) διστακτικότερο (distaktikótero) διστακτικότερους (distaktikóterous) διστακτικότερες (distaktikóteres) διστακτικότερα (distaktikótera)
vocative διστακτικότερε (distaktikótere) διστακτικότερη (distaktikóteri) διστακτικότερο (distaktikótero) διστακτικότεροι (distaktikóteroi) διστακτικότερες (distaktikóteres) διστακτικότερα (distaktikótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο διστακτικότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative διστακτικότατος (distaktikótatos) διστακτικότατη (distaktikótati) διστακτικότατο (distaktikótato) διστακτικότατοι (distaktikótatoi) διστακτικότατες (distaktikótates) διστακτικότατα (distaktikótata)
genitive διστακτικότατου (distaktikótatou) διστακτικότατης (distaktikótatis) διστακτικότατου (distaktikótatou) διστακτικότατων (distaktikótaton) διστακτικότατων (distaktikótaton) διστακτικότατων (distaktikótaton)
accusative διστακτικότατο (distaktikótato) διστακτικότατη (distaktikótati) διστακτικότατο (distaktikótato) διστακτικότατους (distaktikótatous) διστακτικότατες (distaktikótates) διστακτικότατα (distaktikótata)
vocative διστακτικότατε (distaktikótate) διστακτικότατη (distaktikótati) διστακτικότατο (distaktikótato) διστακτικότατοι (distaktikótatoi) διστακτικότατες (distaktikótates) διστακτικότατα (distaktikótata)

Derived terms

Further reading