δύστροπος • (dýstropos) m (feminine δύστροπη, neuter δύστροπο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | δύστροπος (dýstropos) | δύστροπη (dýstropi) | δύστροπο (dýstropo) | δύστροποι (dýstropoi) | δύστροπες (dýstropes) | δύστροπα (dýstropa) | |
genitive | δύστροπου (dýstropou) | δύστροπης (dýstropis) | δύστροπου (dýstropou) | δύστροπων (dýstropon) | δύστροπων (dýstropon) | δύστροπων (dýstropon) | |
accusative | δύστροπο (dýstropo) | δύστροπη (dýstropi) | δύστροπο (dýstropo) | δύστροπους (dýstropous) | δύστροπες (dýstropes) | δύστροπα (dýstropa) | |
vocative | δύστροπε (dýstrope) | δύστροπη (dýstropi) | δύστροπο (dýstropo) | δύστροποι (dýstropoi) | δύστροπες (dýstropes) | δύστροπα (dýstropa) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο δύστροπος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο δύστροπος, etc.)