εικονογραφικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word εικονογραφικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word εικονογραφικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say εικονογραφικός in singular and plural. Everything you need to know about the word εικονογραφικός you have here. The definition of the word εικονογραφικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofεικονογραφικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Etymology

Learnedly from εικονογραφ(ία) (eikonograf(ía), iconography) +‎ -ικός (-ikós) with semantic loan from French pictographique.[1]

Pronunciation

  • IPA(key): /i.ko.no.ɣɾa.fiˈkos/
  • Hyphenation: ει‧κο‧νο‧γρα‧φι‧κός

Adjective

εικονογραφικός (eikonografikósm (feminine εικονογραφική, neuter εικονογραφικό)

  1. iconographic
  2. pictographic

Declension

Declension of εικονογραφικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative εικονογραφικός (eikonografikós) εικονογραφική (eikonografikí) εικονογραφικό (eikonografikó) εικονογραφικοί (eikonografikoí) εικονογραφικές (eikonografikés) εικονογραφικά (eikonografiká)
genitive εικονογραφικού (eikonografikoú) εικονογραφικής (eikonografikís) εικονογραφικού (eikonografikoú) εικονογραφικών (eikonografikón) εικονογραφικών (eikonografikón) εικονογραφικών (eikonografikón)
accusative εικονογραφικό (eikonografikó) εικονογραφική (eikonografikí) εικονογραφικό (eikonografikó) εικονογραφικούς (eikonografikoús) εικονογραφικές (eikonografikés) εικονογραφικά (eikonografiká)
vocative εικονογραφικέ (eikonografiké) εικονογραφική (eikonografikí) εικονογραφικό (eikonografikó) εικονογραφικοί (eikonografikoí) εικονογραφικές (eikonografikés) εικονογραφικά (eikonografiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο εικονογραφικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο εικονογραφικός, etc.)

References

  1. ^ εικονογραφικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής , Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language