Learnedly from εικονογραφ(ία) (eikonograf(ía), “iconography”) + -ικός (-ikós) with semantic loan from French pictographique.[1]
εικονογραφικός • (eikonografikós) m (feminine εικονογραφική, neuter εικονογραφικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | εικονογραφικός (eikonografikós) | εικονογραφική (eikonografikí) | εικονογραφικό (eikonografikó) | εικονογραφικοί (eikonografikoí) | εικονογραφικές (eikonografikés) | εικονογραφικά (eikonografiká) | |
genitive | εικονογραφικού (eikonografikoú) | εικονογραφικής (eikonografikís) | εικονογραφικού (eikonografikoú) | εικονογραφικών (eikonografikón) | εικονογραφικών (eikonografikón) | εικονογραφικών (eikonografikón) | |
accusative | εικονογραφικό (eikonografikó) | εικονογραφική (eikonografikí) | εικονογραφικό (eikonografikó) | εικονογραφικούς (eikonografikoús) | εικονογραφικές (eikonografikés) | εικονογραφικά (eikonografiká) | |
vocative | εικονογραφικέ (eikonografiké) | εικονογραφική (eikonografikí) | εικονογραφικό (eikonografikó) | εικονογραφικοί (eikonografikoí) | εικονογραφικές (eikonografikés) | εικονογραφικά (eikonografiká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο εικονογραφικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο εικονογραφικός, etc.)