εκλεκτικός • (eklektikós) m (feminine εκλεκτική, neuter εκλεκτικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | εκλεκτικός (eklektikós) | εκλεκτική (eklektikí) | εκλεκτικό (eklektikó) | εκλεκτικοί (eklektikoí) | εκλεκτικές (eklektikés) | εκλεκτικά (eklektiká) | |
genitive | εκλεκτικού (eklektikoú) | εκλεκτικής (eklektikís) | εκλεκτικού (eklektikoú) | εκλεκτικών (eklektikón) | εκλεκτικών (eklektikón) | εκλεκτικών (eklektikón) | |
accusative | εκλεκτικό (eklektikó) | εκλεκτική (eklektikí) | εκλεκτικό (eklektikó) | εκλεκτικούς (eklektikoús) | εκλεκτικές (eklektikés) | εκλεκτικά (eklektiká) | |
vocative | εκλεκτικέ (eklektiké) | εκλεκτική (eklektikí) | εκλεκτικό (eklektikó) | εκλεκτικοί (eklektikoí) | εκλεκτικές (eklektikés) | εκλεκτικά (eklektiká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο εκλεκτικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο εκλεκτικός, etc.)