εκλεκτικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word εκλεκτικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word εκλεκτικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say εκλεκτικός in singular and plural. Everything you need to know about the word εκλεκτικός you have here. The definition of the word εκλεκτικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofεκλεκτικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

εκλεκτικός (eklektikósm (feminine εκλεκτική, neuter εκλεκτικό)

  1. selective, discriminating, choosy

Declension

Declension of εκλεκτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative εκλεκτικός (eklektikós) εκλεκτική (eklektikí) εκλεκτικό (eklektikó) εκλεκτικοί (eklektikoí) εκλεκτικές (eklektikés) εκλεκτικά (eklektiká)
genitive εκλεκτικού (eklektikoú) εκλεκτικής (eklektikís) εκλεκτικού (eklektikoú) εκλεκτικών (eklektikón) εκλεκτικών (eklektikón) εκλεκτικών (eklektikón)
accusative εκλεκτικό (eklektikó) εκλεκτική (eklektikí) εκλεκτικό (eklektikó) εκλεκτικούς (eklektikoús) εκλεκτικές (eklektikés) εκλεκτικά (eklektiká)
vocative εκλεκτικέ (eklektiké) εκλεκτική (eklektikí) εκλεκτικό (eklektikó) εκλεκτικοί (eklektikoí) εκλεκτικές (eklektikés) εκλεκτικά (eklektiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο εκλεκτικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο εκλεκτικός, etc.)