Perfect participle of εκνευρίζομαι (eknevrízomai), passive voice of εκνευρίζω (eknevrízo, “irritate”).
εκνευρισμένος • (eknevrisménos) m (feminine εκνευρισμένη, neuter εκνευρισμένο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | εκνευρισμένος • | εκνευρισμένη • | εκνευρισμένο • | εκνευρισμένοι • | εκνευρισμένες • | εκνευρισμένα • |
genitive | εκνευρισμένου • | εκνευρισμένης • | εκνευρισμένου • | εκνευρισμένων • | εκνευρισμένων • | εκνευρισμένων • |
accusative | εκνευρισμένο • | εκνευρισμένη • | εκνευρισμένο • | εκνευρισμένους • | εκνευρισμένες • | εκνευρισμένα • |
vocative | εκνευρισμένε • | εκνευρισμένη • | εκνευρισμένο • | εκνευρισμένοι • | εκνευρισμένες • | εκνευρισμένα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο εκνευρισμένος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο εκνευρισμένος, etc.) |