εκπληκτικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word εκπληκτικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word εκπληκτικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say εκπληκτικός in singular and plural. Everything you need to know about the word εκπληκτικός you have here. The definition of the word εκπληκτικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofεκπληκτικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

εκπληκτικός (ekpliktikósm (feminine εκπληκτική, neuter εκπληκτικό)

  1. astonishing
  2. excellent

Declension

Declension of εκπληκτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative εκπληκτικός (ekpliktikós) εκπληκτική (ekpliktikí) εκπληκτικό (ekpliktikó) εκπληκτικοί (ekpliktikoí) εκπληκτικές (ekpliktikés) εκπληκτικά (ekpliktiká)
genitive εκπληκτικού (ekpliktikoú) εκπληκτικής (ekpliktikís) εκπληκτικού (ekpliktikoú) εκπληκτικών (ekpliktikón) εκπληκτικών (ekpliktikón) εκπληκτικών (ekpliktikón)
accusative εκπληκτικό (ekpliktikó) εκπληκτική (ekpliktikí) εκπληκτικό (ekpliktikó) εκπληκτικούς (ekpliktikoús) εκπληκτικές (ekpliktikés) εκπληκτικά (ekpliktiká)
vocative εκπληκτικέ (ekpliktiké) εκπληκτική (ekpliktikí) εκπληκτικό (ekpliktikó) εκπληκτικοί (ekpliktikoí) εκπληκτικές (ekpliktikés) εκπληκτικά (ekpliktiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο εκπληκτικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο εκπληκτικός, etc.)

Synonyms