εκπληκτικός • (ekpliktikós) m (feminine εκπληκτική, neuter εκπληκτικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | εκπληκτικός • | εκπληκτική • | εκπληκτικό • | εκπληκτικοί • | εκπληκτικές • | εκπληκτικά • |
genitive | εκπληκτικού • | εκπληκτικής • | εκπληκτικού • | εκπληκτικών • | εκπληκτικών • | εκπληκτικών • |
accusative | εκπληκτικό • | εκπληκτική • | εκπληκτικό • | εκπληκτικούς • | εκπληκτικές • | εκπληκτικά • |
vocative | εκπληκτικέ • | εκπληκτική • | εκπληκτικό • | εκπληκτικοί • | εκπληκτικές • | εκπληκτικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο εκπληκτικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο εκπληκτικός, etc.) |