εκπολιτιστικός • (ekpolitistikós) m (feminine εκπολιτιστική, neuter εκπολιτιστικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | εκπολιτιστικός • | εκπολιτιστική • | εκπολιτιστικό • | εκπολιτιστικοί • | εκπολιτιστικές • | εκπολιτιστικά • |
genitive | εκπολιτιστικού • | εκπολιτιστικής • | εκπολιτιστικού • | εκπολιτιστικών • | εκπολιτιστικών • | εκπολιτιστικών • |
accusative | εκπολιτιστικό • | εκπολιτιστική • | εκπολιτιστικό • | εκπολιτιστικούς • | εκπολιτιστικές • | εκπολιτιστικά • |
vocative | εκπολιτιστικέ • | εκπολιτιστική • | εκπολιτιστικό • | εκπολιτιστικοί • | εκπολιτιστικές • | εκπολιτιστικά • |