Calque of English cultural. Morphologically from πολιτι(σμός) (politi(smós), “civilisation”) + -τικός.[1]
πολιτιστικός • (politistikós) m (feminine πολιτιστική, neuter πολιτιστικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | πολιτιστικός (politistikós) | πολιτιστική (politistikí) | πολιτιστικό (politistikó) | πολιτιστικοί (politistikoí) | πολιτιστικές (politistikés) | πολιτιστικά (politistiká) | |
genitive | πολιτιστικού (politistikoú) | πολιτιστικής (politistikís) | πολιτιστικού (politistikoú) | πολιτιστικών (politistikón) | πολιτιστικών (politistikón) | πολιτιστικών (politistikón) | |
accusative | πολιτιστικό (politistikó) | πολιτιστική (politistikí) | πολιτιστικό (politistikó) | πολιτιστικούς (politistikoús) | πολιτιστικές (politistikés) | πολιτιστικά (politistiká) | |
vocative | πολιτιστικέ (politistiké) | πολιτιστική (politistikí) | πολιτιστικό (politistikó) | πολιτιστικοί (politistikoí) | πολιτιστικές (politistikés) | πολιτιστικά (politistiká) |