ελάχιστος • (eláchistos) m (feminine ελάχιστη, neuter ελάχιστο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ελάχιστος (eláchistos) | ελάχιστη (eláchisti) | ελάχιστο (eláchisto) | ελάχιστοι (eláchistoi) | ελάχιστες (eláchistes) | ελάχιστα (eláchista) | |
genitive | ελάχιστου (eláchistou) | ελάχιστης (eláchistis) | ελάχιστου (eláchistou) | ελάχιστων (eláchiston) | ελάχιστων (eláchiston) | ελάχιστων (eláchiston) | |
accusative | ελάχιστο (eláchisto) | ελάχιστη (eláchisti) | ελάχιστο (eláchisto) | ελάχιστους (eláchistous) | ελάχιστες (eláchistes) | ελάχιστα (eláchista) | |
vocative | ελάχιστε (eláchiste) | ελάχιστη (eláchisti) | ελάχιστο (eláchisto) | ελάχιστοι (eláchistoi) | ελάχιστες (eláchistes) | ελάχιστα (eláchista) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ελάχιστος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ελάχιστος, etc.)