ελαφρός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word ελαφρός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word ελαφρός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say ελαφρός in singular and plural. Everything you need to know about the word ελαφρός you have here. The definition of the word ελαφρός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofελαφρός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.
See also: ἐλαφρός

Greek

Alternative forms

Etymology

From Ancient Greek ἐλαφρός (elaphrós)

Adjective

ελαφρός (elafrósm (feminine ελαφριά or ελαφρά, neuter ελαφρό)

  1. light
    1. light (as a feather), lightweight (clothing, etc)
    2. lighthearted, frivolous
  2. slight, thin, weak
  3. weakminded
  4. trivial, trifling

Declension

Declension of ελαφρός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ελαφρός (elafrós) ελαφριά (elafriá) ελαφρό (elafró) ελαφροί (elafroí) ελαφρές (elafrés) ελαφρά (elafrá)
genitive ελαφρού (elafroú) ελαφριάς (elafriás) ελαφρού (elafroú) ελαφρών (elafrón) ελαφρών (elafrón) ελαφρών (elafrón)
accusative ελαφρό (elafró) ελαφριά (elafriá) ελαφρό (elafró) ελαφρούς (elafroús) ελαφρές (elafrés) ελαφρά (elafrá)
vocative ελαφρέ (elafré) ελαφριά (elafriá) ελαφρό (elafró) ελαφροί (elafroí) ελαφρές (elafrés) ελαφρά (elafrá)

Notes: There are the literary feminine forms: ελαφρά, ελαφράς
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ελαφρός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ελαφρός, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ελαφρότερος (elafróteros) ελαφρότερη (elafróteri) ελαφρότερο (elafrótero) ελαφρότεροι (elafróteroi) ελαφρότερες (elafróteres) ελαφρότερα (elafrótera)
genitive ελαφρότερου (elafróterou) ελαφρότερης (elafróteris) ελαφρότερου (elafróterou) ελαφρότερων (elafróteron) ελαφρότερων (elafróteron) ελαφρότερων (elafróteron)
accusative ελαφρότερο (elafrótero) ελαφρότερη (elafróteri) ελαφρότερο (elafrótero) ελαφρότερους (elafróterous) ελαφρότερες (elafróteres) ελαφρότερα (elafrótera)
vocative ελαφρότερε (elafrótere) ελαφρότερη (elafróteri) ελαφρότερο (elafrótero) ελαφρότεροι (elafróteroi) ελαφρότερες (elafróteres) ελαφρότερα (elafrótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο ελαφρότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ελαφρότατος (elafrótatos) ελαφρότατη (elafrótati) ελαφρότατο (elafrótato) ελαφρότατοι (elafrótatoi) ελαφρότατες (elafrótates) ελαφρότατα (elafrótata)
genitive ελαφρότατου (elafrótatou) ελαφρότατης (elafrótatis) ελαφρότατου (elafrótatou) ελαφρότατων (elafrótaton) ελαφρότατων (elafrótaton) ελαφρότατων (elafrótaton)
accusative ελαφρότατο (elafrótato) ελαφρότατη (elafrótati) ελαφρότατο (elafrótato) ελαφρότατους (elafrótatous) ελαφρότατες (elafrótates) ελαφρότατα (elafrótata)
vocative ελαφρότατε (elafrótate) ελαφρότατη (elafrótati) ελαφρότατο (elafrótato) ελαφρότατοι (elafrótatoi) ελαφρότατες (elafrótates) ελαφρότατα (elafrótata)

Pontic Greek

Alternative forms

Etymology

Inherited from Ancient Greek ἐλαφρός (elaphrós).

Adjective

ελαφρός (elafrósm (feminine ελαφρέσσα, neuter ελαφρόν)

  1. light, not heavy
  2. easy
  3. not very dark, not pitch black
  4. (figuratively) frivolous, silly

Derived terms

Descendants

References

  • Papadópoulos, Ánthimos (1958–1961) “ελαφρός”, in Ιστορικόν λεξικόν της ποντικής διαλέκτου [An historical dictionary of the Pontic dialect] (Παράρτημα περιοδικού «Αρχείον Πόντου»; 3), Athens: Myrtidis, page 294a