ελαφρύς

Hello, you have come here looking for the meaning of the word ελαφρύς. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word ελαφρύς, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say ελαφρύς in singular and plural. Everything you need to know about the word ελαφρύς you have here. The definition of the word ελαφρύς will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofελαφρύς, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Alternative forms

Adjective

ελαφρύς (elafrýsm (feminine ελαφριά, neuter ελαφρύ)

  1. Alternative form of ελαφρός (elafrós)

Declension

Declension of ελαφρύς
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ελαφρύς (elafrýs) ελαφριά (elafriá) ελαφρύ (elafrý) ελαφριοί (elafrioí) ελαφριές (elafriés) ελαφριά (elafriá)
genitive ελαφριού (elafrioú)
ελαφρύ (elafrý)
ελαφριάς (elafriás) ελαφριού (elafrioú)
ελαφρύ (elafrý)
ελαφριών (elafrión) ελαφριών (elafrión) ελαφριών (elafrión)
accusative ελαφρύ (elafrý) ελαφριά (elafriá) ελαφρύ (elafrý) ελαφριούς (elafrioús) ελαφριές (elafriés) ελαφριά (elafriá)
vocative ελαφρύ (elafrý) ελαφριά (elafriá) ελαφρύ (elafrý) ελαφριοί (elafrioí) ελαφριές (elafriés) ελαφριά (elafriá)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ελαφρύς, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ελαφρύς, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ελαφρύτερος (elafrýteros) ελαφρύτερη (elafrýteri) ελαφρύτερο (elafrýtero) ελαφρύτεροι (elafrýteroi) ελαφρύτερες (elafrýteres) ελαφρύτερα (elafrýtera)
genitive ελαφρύτερου (elafrýterou) ελαφρύτερης (elafrýteris) ελαφρύτερου (elafrýterou) ελαφρύτερων (elafrýteron) ελαφρύτερων (elafrýteron) ελαφρύτερων (elafrýteron)
accusative ελαφρύτερο (elafrýtero) ελαφρύτερη (elafrýteri) ελαφρύτερο (elafrýtero) ελαφρύτερους (elafrýterous) ελαφρύτερες (elafrýteres) ελαφρύτερα (elafrýtera)
vocative ελαφρύτερε (elafrýtere) ελαφρύτερη (elafrýteri) ελαφρύτερο (elafrýtero) ελαφρύτεροι (elafrýteroi) ελαφρύτερες (elafrýteres) ελαφρύτερα (elafrýtera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο ελαφρύτερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ελαφρύτατος (elafrýtatos) ελαφρύτατη (elafrýtati) ελαφρύτατο (elafrýtato) ελαφρύτατοι (elafrýtatoi) ελαφρύτατες (elafrýtates) ελαφρύτατα (elafrýtata)
genitive ελαφρύτατου (elafrýtatou) ελαφρύτατης (elafrýtatis) ελαφρύτατου (elafrýtatou) ελαφρύτατων (elafrýtaton) ελαφρύτατων (elafrýtaton) ελαφρύτατων (elafrýtaton)
accusative ελαφρύτατο (elafrýtato) ελαφρύτατη (elafrýtati) ελαφρύτατο (elafrýtato) ελαφρύτατους (elafrýtatous) ελαφρύτατες (elafrýtates) ελαφρύτατα (elafrýtata)
vocative ελαφρύτατε (elafrýtate) ελαφρύτατη (elafrýtati) ελαφρύτατο (elafrýtato) ελαφρύτατοι (elafrýtatoi) ελαφρύτατες (elafrýtates) ελαφρύτατα (elafrýtata)