Learned borrowing from English Hellenistic or German hellenistisch, themselves from Koine Greek Ἑλληνιστής (Hellēnistḗs).[1] A reborrowing.[2]
ελληνιστικός • (ellinistikós) m (feminine ελληνιστική, neuter ελληνιστικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ελληνιστικός (ellinistikós) | ελληνιστική (ellinistikí) | ελληνιστικό (ellinistikó) | ελληνιστικοί (ellinistikoí) | ελληνιστικές (ellinistikés) | ελληνιστικά (ellinistiká) | |
genitive | ελληνιστικού (ellinistikoú) | ελληνιστικής (ellinistikís) | ελληνιστικού (ellinistikoú) | ελληνιστικών (ellinistikón) | ελληνιστικών (ellinistikón) | ελληνιστικών (ellinistikón) | |
accusative | ελληνιστικό (ellinistikó) | ελληνιστική (ellinistikí) | ελληνιστικό (ellinistikó) | ελληνιστικούς (ellinistikoús) | ελληνιστικές (ellinistikés) | ελληνιστικά (ellinistiká) | |
vocative | ελληνιστικέ (ellinistiké) | ελληνιστική (ellinistikí) | ελληνιστικό (ellinistikó) | ελληνιστικοί (ellinistikoí) | ελληνιστικές (ellinistikés) | ελληνιστικά (ellinistiká) |