εμπιστευτικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word εμπιστευτικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word εμπιστευτικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say εμπιστευτικός in singular and plural. Everything you need to know about the word εμπιστευτικός you have here. The definition of the word εμπιστευτικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofεμπιστευτικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

εμπιστευτικός (empisteftikósm (feminine εμπιστευτική, neuter εμπιστευτικό)

  1. confidential

Declension

Declension of εμπιστευτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative εμπιστευτικός (empisteftikós) εμπιστευτική (empisteftikí) εμπιστευτικό (empisteftikó) εμπιστευτικοί (empisteftikoí) εμπιστευτικές (empisteftikés) εμπιστευτικά (empisteftiká)
genitive εμπιστευτικού (empisteftikoú) εμπιστευτικής (empisteftikís) εμπιστευτικού (empisteftikoú) εμπιστευτικών (empisteftikón) εμπιστευτικών (empisteftikón) εμπιστευτικών (empisteftikón)
accusative εμπιστευτικό (empisteftikó) εμπιστευτική (empisteftikí) εμπιστευτικό (empisteftikó) εμπιστευτικούς (empisteftikoús) εμπιστευτικές (empisteftikés) εμπιστευτικά (empisteftiká)
vocative εμπιστευτικέ (empisteftiké) εμπιστευτική (empisteftikí) εμπιστευτικό (empisteftikó) εμπιστευτικοί (empisteftikoí) εμπιστευτικές (empisteftikés) εμπιστευτικά (empisteftiká)