εντατικός • (entatikós) m (feminine εντατική, neuter εντατικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | εντατικός • | εντατική • | εντατικό • | εντατικοί • | εντατικές • | εντατικά • |
genitive | εντατικού • | εντατικής • | εντατικού • | εντατικών • | εντατικών • | εντατικών • |
accusative | εντατικό • | εντατική • | εντατικό • | εντατικούς • | εντατικές • | εντατικά • |
vocative | εντατικέ • | εντατική • | εντατικό • | εντατικοί • | εντατικές • | εντατικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο εντατικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο εντατικός, etc.) |