From Ancient Greek ἐντόπιος (entópios, “local, native”), from ἐν (en, “in, on”) + τόπος (tópos, “place”).
εντόπιος • (entópios) m (feminine εντόπια, neuter εντόπιο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | εντόπιος (entópios) | εντόπια (entópia) | εντόπιο (entópio) | εντόπιοι (entópioi) | εντόπιες (entópies) | εντόπια (entópia) | |
genitive | εντόπιου (entópiou) | εντόπιας (entópias) | εντόπιου (entópiou) | εντόπιων (entópion) | εντόπιων (entópion) | εντόπιων (entópion) | |
accusative | εντόπιο (entópio) | εντόπια (entópia) | εντόπιο (entópio) | εντόπιους (entópious) | εντόπιες (entópies) | εντόπια (entópia) | |
vocative | εντόπιε (entópie) | εντόπια (entópia) | εντόπιο (entópio) | εντόπιοι (entópioi) | εντόπιες (entópies) | εντόπια (entópia) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο εντόπιος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο εντόπιος, etc.)