Perfect passive participle of ενώνω (enóno).
ενωμένος • (enoménos) m (feminine ενωμένη, neuter ενωμένο)
In the names of countries, organisations, etc. (and, by extension, their frequently encountered initialisms), the otherwise unusual ηνωμένος (inoménos) occurs (e.g. Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής (Inoménes Politeíes tis Amerikís, “United States of America”) and ΗΠΑ (IPA, “USA”), see there for more examples).
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ενωμένος • | ενωμένη • | ενωμένο • | ενωμένοι • | ενωμένες • | ενωμένα • |
genitive | ενωμένου • | ενωμένης • | ενωμένου • | ενωμένων • | ενωμένων • | ενωμένων • |
accusative | ενωμένο • | ενωμένη • | ενωμένο • | ενωμένους • | ενωμένες • | ενωμένα • |
vocative | ενωμένε • | ενωμένη • | ενωμένο • | ενωμένοι • | ενωμένες • | ενωμένα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ενωμένος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ενωμένος, etc.) |