εξαιρετικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word εξαιρετικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word εξαιρετικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say εξαιρετικός in singular and plural. Everything you need to know about the word εξαιρετικός you have here. The definition of the word εξαιρετικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofεξαιρετικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Etymology

εξαίρετος (exaíretos) +‎ -ικός (-ikós), modeled after French exceptionnel.

Adjective

εξαιρετικός (exairetikósm (feminine εξαιρετική, neuter εξαιρετικό)

  1. excellent, fine, first-class; exceptional, unusual, great
    Synonym: εξαίρετος (exaíretos)
    Antonym: ασήμαντος (asímantos)
  2. important, extreme

Declension

Declension of εξαιρετικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative εξαιρετικός (exairetikós) εξαιρετική (exairetikí) εξαιρετικό (exairetikó) εξαιρετικοί (exairetikoí) εξαιρετικές (exairetikés) εξαιρετικά (exairetiká)
genitive εξαιρετικού (exairetikoú) εξαιρετικής (exairetikís) εξαιρετικού (exairetikoú) εξαιρετικών (exairetikón) εξαιρετικών (exairetikón) εξαιρετικών (exairetikón)
accusative εξαιρετικό (exairetikó) εξαιρετική (exairetikí) εξαιρετικό (exairetikó) εξαιρετικούς (exairetikoús) εξαιρετικές (exairetikés) εξαιρετικά (exairetiká)
vocative εξαιρετικέ (exairetiké) εξαιρετική (exairetikí) εξαιρετικό (exairetikó) εξαιρετικοί (exairetikoí) εξαιρετικές (exairetikés) εξαιρετικά (exairetiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο εξαιρετικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο εξαιρετικός, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative εξαιρετικότερος (exairetikóteros) εξαιρετικότερη (exairetikóteri) εξαιρετικότερο (exairetikótero) εξαιρετικότεροι (exairetikóteroi) εξαιρετικότερες (exairetikóteres) εξαιρετικότερα (exairetikótera)
genitive εξαιρετικότερου (exairetikóterou) εξαιρετικότερης (exairetikóteris) εξαιρετικότερου (exairetikóterou) εξαιρετικότερων (exairetikóteron) εξαιρετικότερων (exairetikóteron) εξαιρετικότερων (exairetikóteron)
accusative εξαιρετικότερο (exairetikótero) εξαιρετικότερη (exairetikóteri) εξαιρετικότερο (exairetikótero) εξαιρετικότερους (exairetikóterous) εξαιρετικότερες (exairetikóteres) εξαιρετικότερα (exairetikótera)
vocative εξαιρετικότερε (exairetikótere) εξαιρετικότερη (exairetikóteri) εξαιρετικότερο (exairetikótero) εξαιρετικότεροι (exairetikóteroi) εξαιρετικότερες (exairetikóteres) εξαιρετικότερα (exairetikótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο εξαιρετικότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative εξαιρετικότατος (exairetikótatos) εξαιρετικότατη (exairetikótati) εξαιρετικότατο (exairetikótato) εξαιρετικότατοι (exairetikótatoi) εξαιρετικότατες (exairetikótates) εξαιρετικότατα (exairetikótata)
genitive εξαιρετικότατου (exairetikótatou) εξαιρετικότατης (exairetikótatis) εξαιρετικότατου (exairetikótatou) εξαιρετικότατων (exairetikótaton) εξαιρετικότατων (exairetikótaton) εξαιρετικότατων (exairetikótaton)
accusative εξαιρετικότατο (exairetikótato) εξαιρετικότατη (exairetikótati) εξαιρετικότατο (exairetikótato) εξαιρετικότατους (exairetikótatous) εξαιρετικότατες (exairetikótates) εξαιρετικότατα (exairetikótata)
vocative εξαιρετικότατε (exairetikótate) εξαιρετικότατη (exairetikótati) εξαιρετικότατο (exairetikótato) εξαιρετικότατοι (exairetikótatoi) εξαιρετικότατες (exairetikótates) εξαιρετικότατα (exairetikótata)