εξαίρετος (exaíretos) + -ικός (-ikós), modeled after French exceptionnel.
εξαιρετικός • (exairetikós) m (feminine εξαιρετική, neuter εξαιρετικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | εξαιρετικός (exairetikós) | εξαιρετική (exairetikí) | εξαιρετικό (exairetikó) | εξαιρετικοί (exairetikoí) | εξαιρετικές (exairetikés) | εξαιρετικά (exairetiká) | |
genitive | εξαιρετικού (exairetikoú) | εξαιρετικής (exairetikís) | εξαιρετικού (exairetikoú) | εξαιρετικών (exairetikón) | εξαιρετικών (exairetikón) | εξαιρετικών (exairetikón) | |
accusative | εξαιρετικό (exairetikó) | εξαιρετική (exairetikí) | εξαιρετικό (exairetikó) | εξαιρετικούς (exairetikoús) | εξαιρετικές (exairetikés) | εξαιρετικά (exairetiká) | |
vocative | εξαιρετικέ (exairetiké) | εξαιρετική (exairetikí) | εξαιρετικό (exairetikó) | εξαιρετικοί (exairetikoí) | εξαιρετικές (exairetikés) | εξαιρετικά (exairetiká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο εξαιρετικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο εξαιρετικός, etc.)
Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο εξαιρετικότερος", etc)
|