εξοικειωμένος • (exoikeioménos) m (feminine εξοικειωμένη, neuter εξοικειωμένο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | εξοικειωμένος (exoikeioménos) | εξοικειωμένη (exoikeioméni) | εξοικειωμένο (exoikeioméno) | εξοικειωμένοι (exoikeioménoi) | εξοικειωμένες (exoikeioménes) | εξοικειωμένα (exoikeioména) | |
genitive | εξοικειωμένου (exoikeioménou) | εξοικειωμένης (exoikeioménis) | εξοικειωμένου (exoikeioménou) | εξοικειωμένων (exoikeioménon) | εξοικειωμένων (exoikeioménon) | εξοικειωμένων (exoikeioménon) | |
accusative | εξοικειωμένο (exoikeioméno) | εξοικειωμένη (exoikeioméni) | εξοικειωμένο (exoikeioméno) | εξοικειωμένους (exoikeioménous) | εξοικειωμένες (exoikeioménes) | εξοικειωμένα (exoikeioména) | |
vocative | εξοικειωμένε (exoikeioméne) | εξοικειωμένη (exoikeioméni) | εξοικειωμένο (exoikeioméno) | εξοικειωμένοι (exoikeioménoi) | εξοικειωμένες (exoikeioménes) | εξοικειωμένα (exoikeioména) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο εξοικειωμένος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο εξοικειωμένος, etc.)