εξοικειωμένος

Hello, you have come here looking for the meaning of the word εξοικειωμένος. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word εξοικειωμένος, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say εξοικειωμένος in singular and plural. Everything you need to know about the word εξοικειωμένος you have here. The definition of the word εξοικειωμένος will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofεξοικειωμένος, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Pronunciation

  • IPA(key): /e.ksi.ci.oˈme.nos/
  • Hyphenation: ε‧ξοι‧κει‧ω‧μέ‧νος

Participle

εξοικειωμένος (exoikeioménosm (feminine εξοικειωμένη, neuter εξοικειωμένο)

  1. passive perfect participle of εξοικειώνω (exoikeióno) and εξοικειώνομαι (exoikeiónomai): familiar, familiarized, acquainted

Declension

Declension of εξοικειωμένος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative εξοικειωμένος (exoikeioménos) εξοικειωμένη (exoikeioméni) εξοικειωμένο (exoikeioméno) εξοικειωμένοι (exoikeioménoi) εξοικειωμένες (exoikeioménes) εξοικειωμένα (exoikeioména)
genitive εξοικειωμένου (exoikeioménou) εξοικειωμένης (exoikeioménis) εξοικειωμένου (exoikeioménou) εξοικειωμένων (exoikeioménon) εξοικειωμένων (exoikeioménon) εξοικειωμένων (exoikeioménon)
accusative εξοικειωμένο (exoikeioméno) εξοικειωμένη (exoikeioméni) εξοικειωμένο (exoikeioméno) εξοικειωμένους (exoikeioménous) εξοικειωμένες (exoikeioménes) εξοικειωμένα (exoikeioména)
vocative εξοικειωμένε (exoikeioméne) εξοικειωμένη (exoikeioméni) εξοικειωμένο (exoikeioméno) εξοικειωμένοι (exoikeioménoi) εξοικειωμένες (exoikeioménes) εξοικειωμένα (exoikeioména)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο εξοικειωμένος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο εξοικειωμένος, etc.)

Antonyms

References