εξοντωτικός • (exontotikós) m (feminine εξοντωτική, neuter εξοντωτικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | εξοντωτικός (exontotikós) | εξοντωτική (exontotikí) | εξοντωτικό (exontotikó) | εξοντωτικοί (exontotikoí) | εξοντωτικές (exontotikés) | εξοντωτικά (exontotiká) | |
genitive | εξοντωτικού (exontotikoú) | εξοντωτικής (exontotikís) | εξοντωτικού (exontotikoú) | εξοντωτικών (exontotikón) | εξοντωτικών (exontotikón) | εξοντωτικών (exontotikón) | |
accusative | εξοντωτικό (exontotikó) | εξοντωτική (exontotikí) | εξοντωτικό (exontotikó) | εξοντωτικούς (exontotikoús) | εξοντωτικές (exontotikés) | εξοντωτικά (exontotiká) | |
vocative | εξοντωτικέ (exontotiké) | εξοντωτική (exontotikí) | εξοντωτικό (exontotikó) | εξοντωτικοί (exontotikoí) | εξοντωτικές (exontotikés) | εξοντωτικά (exontotiká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο εξοντωτικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο εξοντωτικός, etc.)