From Ancient Greek ἐπιβλαβής (epiblabḗs).
επιβλαβής • (epivlavís) m (feminine επιβλαβής, neuter επιβλαβές)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | επιβλαβής • | επιβλαβής • | επιβλαβές • | επιβλαβείς • | επιβλαβείς • | επιβλαβή • |
genitive | επιβλαβούς • / επιβλαβή • | επιβλαβούς • | επιβλαβούς • | επιβλαβών • | επιβλαβών • | επιβλαβών • |
accusative | επιβλαβή • | επιβλαβή • | επιβλαβές • | επιβλαβείς • | επιβλαβείς • | επιβλαβή • |
vocative | επιβλαβή • / επιβλαβής • | επιβλαβής • | επιβλαβές • | επιβλαβείς • | επιβλαβείς • | επιβλαβή • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο επιβλαβής, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο επιβλαβής, etc.) |