επιθυμητός • (epithymitós) m (feminine επιθυμητή, neuter επιθυμητό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | επιθυμητός (epithymitós) | επιθυμητή (epithymití) | επιθυμητό (epithymitó) | επιθυμητοί (epithymitoí) | επιθυμητές (epithymités) | επιθυμητά (epithymitá) | |
genitive | επιθυμητού (epithymitoú) | επιθυμητής (epithymitís) | επιθυμητού (epithymitoú) | επιθυμητών (epithymitón) | επιθυμητών (epithymitón) | επιθυμητών (epithymitón) | |
accusative | επιθυμητό (epithymitó) | επιθυμητή (epithymití) | επιθυμητό (epithymitó) | επιθυμητούς (epithymitoús) | επιθυμητές (epithymités) | επιθυμητά (epithymitá) | |
vocative | επιθυμητέ (epithymité) | επιθυμητή (epithymití) | επιθυμητό (epithymitó) | επιθυμητοί (epithymitoí) | επιθυμητές (epithymités) | επιθυμητά (epithymitá) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο επιθυμητός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο επιθυμητός, etc.)