επικίνδυνος

Hello, you have come here looking for the meaning of the word επικίνδυνος. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word επικίνδυνος, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say επικίνδυνος in singular and plural. Everything you need to know about the word επικίνδυνος you have here. The definition of the word επικίνδυνος will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofεπικίνδυνος, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Etymology

Borrowed from Ancient Greek ἐπικίνδυνος (epikíndunos). By surface analysis, επι- (epi-) +‎ κίνδυνος (kíndynos).

Adjective

επικίνδυνος (epikíndynosm (feminine επικίνδυνη, neuter επικίνδυνο)

  1. dangerous, hazardous, perilous

Declension

Declension of επικίνδυνος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative επικίνδυνος (epikíndynos) επικίνδυνη (epikíndyni) επικίνδυνο (epikíndyno) επικίνδυνοι (epikíndynoi) επικίνδυνες (epikíndynes) επικίνδυνα (epikíndyna)
genitive επικίνδυνου (epikíndynou) επικίνδυνης (epikíndynis) επικίνδυνου (epikíndynou) επικίνδυνων (epikíndynon) επικίνδυνων (epikíndynon) επικίνδυνων (epikíndynon)
accusative επικίνδυνο (epikíndyno) επικίνδυνη (epikíndyni) επικίνδυνο (epikíndyno) επικίνδυνους (epikíndynous) επικίνδυνες (epikíndynes) επικίνδυνα (epikíndyna)
vocative επικίνδυνε (epikíndyne) επικίνδυνη (epikíndyni) επικίνδυνο (epikíndyno) επικίνδυνοι (epikíndynoi) επικίνδυνες (epikíndynes) επικίνδυνα (epikíndyna)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο επικίνδυνος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο επικίνδυνος, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative επικινδυνότερος (epikindynóteros) επικινδυνότερη (epikindynóteri) επικινδυνότερο (epikindynótero) επικινδυνότεροι (epikindynóteroi) επικινδυνότερες (epikindynóteres) επικινδυνότερα (epikindynótera)
genitive επικινδυνότερου (epikindynóterou) επικινδυνότερης (epikindynóteris) επικινδυνότερου (epikindynóterou) επικινδυνότερων (epikindynóteron) επικινδυνότερων (epikindynóteron) επικινδυνότερων (epikindynóteron)
accusative επικινδυνότερο (epikindynótero) επικινδυνότερη (epikindynóteri) επικινδυνότερο (epikindynótero) επικινδυνότερους (epikindynóterous) επικινδυνότερες (epikindynóteres) επικινδυνότερα (epikindynótera)
vocative επικινδυνότερε (epikindynótere) επικινδυνότερη (epikindynóteri) επικινδυνότερο (epikindynótero) επικινδυνότεροι (epikindynóteroi) επικινδυνότερες (epikindynóteres) επικινδυνότερα (epikindynótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο επικινδυνότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative επικινδυνότατος (epikindynótatos) επικινδυνότατη (epikindynótati) επικινδυνότατο (epikindynótato) επικινδυνότατοι (epikindynótatoi) επικινδυνότατες (epikindynótates) επικινδυνότατα (epikindynótata)
genitive επικινδυνότατου (epikindynótatou) επικινδυνότατης (epikindynótatis) επικινδυνότατου (epikindynótatou) επικινδυνότατων (epikindynótaton) επικινδυνότατων (epikindynótaton) επικινδυνότατων (epikindynótaton)
accusative επικινδυνότατο (epikindynótato) επικινδυνότατη (epikindynótati) επικινδυνότατο (epikindynótato) επικινδυνότατους (epikindynótatous) επικινδυνότατες (epikindynótates) επικινδυνότατα (epikindynótata)
vocative επικινδυνότατε (epikindynótate) επικινδυνότατη (epikindynótati) επικινδυνότατο (epikindynótato) επικινδυνότατοι (epikindynótatoi) επικινδυνότατες (epikindynótates) επικινδυνότατα (epikindynótata)

Derived terms

Further reading