επιτακτικός • (epitaktikós) m (feminine επιτακτική, neuter επιτακτικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | επιτακτικός • | επιτακτική • | επιτακτικό • | επιτακτικοί • | επιτακτικές • | επιτακτικά • |
genitive | επιτακτικού • | επιτακτικής • | επιτακτικού • | επιτακτικών • | επιτακτικών • | επιτακτικών • |
accusative | επιτακτικό • | επιτακτική • | επιτακτικό • | επιτακτικούς • | επιτακτικές • | επιτακτικά • |
vocative | επιτακτικέ • | επιτακτική • | επιτακτικό • | επιτακτικοί • | επιτακτικές • | επιτακτικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο επιτακτικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο επιτακτικός, etc.) |