ερημικός • (erimikós) m (feminine ερημική, neuter ερημικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ερημικός • | ερημική • | ερημικό • | ερημικοί • | ερημικές • | ερημικά • |
genitive | ερημικού • | ερημικής • | ερημικού • | ερημικών • | ερημικών • | ερημικών • |
accusative | ερημικό • | ερημική • | ερημικό • | ερημικούς • | ερημικές • | ερημικά • |
vocative | ερημικέ • | ερημική • | ερημικό • | ερημικοί • | ερημικές • | ερημικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ερημικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ερημικός, etc.) |